περιαιρέω
English (LSJ)
aor.
A περιεῖλον Hdt.3.159, etc.:—take away something that surrounds, strip off, remove, c. acc. rei, τεῖχος Hdt.l.c., cf. 6.46, Th.1.108, 4.51, 133; π. τὸν κέραμον taking off the earthen jar into which the gold had been run, Hdt.3.96; π. τὸν χιτῶνα Arist.HA557b20; δέρματα σωμάτων π. strip skins off from... Pl.Plt.288e; αὐτοῦ τὰ κοινὰ πάντα περιελόντες Id.Sph.264e; π. τινὰ αὐτοῦ τῆς ἐξουσίας Hdn.3.11.3; simply, take away from, τῶν πολεμικῶν τὸ μελετᾶν X.Cyr.2.1.21, etc.:—Med., take off from oneself, π. τὴν κυνέην, τὴν σφρηγῖδα, take off one's helmet, one's signet-ring, Hdt.2.151, 3.41; τὰς ταινίας Pl.Smp.213a; βυβλίον περιαιρεόμενος taking [the cover] off one's letter, i. e. opening it, Hdt.3.128; π. τὴν ἐξουσίαν τῆς ἀπολογίας αὑτοῦ Lycurg.35: but Med. is freq. used like Act., strip off, take away, τὸ περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα X. Cyr.8.1.47; εἴ τις περιελοιτο τῆς ποιήσεως τὸ μέλος Pl.Grg.502c (v.l. for περιέλοι) τὴν Ἀττικὴν ὑμῶν περιῄρηνται D.19.220 ; ἁπάντων τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο Id.18.65; περιείλοντό μου ὑποζύγια δύο PCair.Zen.659.7(iii B. C.):—Pass., to be taken off, τοὐπίβλημ' ἐπεὶ περιῃρέθη Nicostr.Com.15; τοῦ ἄλλου περιῃρημένου when the rest has been taken away, Th.3.11; περιῃρημένων τοσούτων κακῶν Pl.Phdr.231b; τείχη περιῃρημένα D.19.65. 2 make void, cancel a vow, LXXNu.30.13. 3 strike off, cancel an item in an account, PCair.Zen.147 (iii B. C.):—Pass., Sammelb.5136.8 (iii A. D.). II Pass., c. acc. rei, to be stripped of a thing, have a thing taken off or away from one, περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους D.3.31; περιαιρεθεὶς τὰ ὄντα Id.21.138; τοὺς στεφάνους περιῄρηνται Id.26.5: with acc. understood, περιαιρεθήσεσθαι ἤμελλον Epicur.Nat.15.34.