εἴρω

Revision as of 14:10, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

(A), aor. εἶρα (v. infr.), also ἔρσα (v. διείρω):—Pass., pf. part. ἐρμένος (ἐν-) Hdt.4.190; Ep. ἐερμένος (v. infr.):—mostly in compds., ἀν-, δι-, ἐν-, ἐξ-, συν-είρω:—

   A fasten together in rows, string, used by Hom. only in Ep. pf. Pass., ἠλέκτροισιν ἐερμένος [a necklace] strung with pieces of amber, Od.18.296, and plpf. Pass., μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο 15.460; περὶ στήθεσσιν ἔερτο [μίτρη] A.R.3.868; τὸ εὖ εἰρόμενον a connected system, Plot.2.3.7.    II after Hom.in Act., στεφάνους εἴ. Pi.N.7.77; εἴ. τὰ θεῖα Plu.2.1029c; insert, εἰς βρόχον εἴρας τὸν τράχηλον Zaleuc. ap. Stob.4.2.19 ad fin., cf. PMag.Par.1.259; esp. in speech, string together, ὁ εἴρας καὶ συνυφάνας ἕκαστα [λόγος] Ph.1.499; θρῆνον J.BJ6.5.3; πολλὰ ὀνόματα Philostr.VA 1.20, cf. 6.17; οἱ μηδὲ δύο σχεδὸν ῥήματα δεξιῶς εἴρειν δυνάμενοι S.E. M.1.98:—Pass., εἰρομένη λέξις continuous, running style, i.e. not antithetic or with balanced periods, Arist.Rh.1409a29.    2 εἰρόμενον, τό, 'dossier' of documents, Mitteis Chr.184.9 (iii A.D.); εἰ. τραπεζιτικόν PLips.9.22. (Etym. dub., cf. either Lat. sero or Lith. vérti 'thread'.)
(B),

   A say, speak, tell:—Act. is used by Hom. only in Od., and in 1 pers., μνηστῆρσιν δ' . . τάδε εἴρω 2.162, cf. 13.7; τὰ δέ τοι νημερτέα εἴρω 11.137:—Med. in same sense, καὶ εἴρετο δεύτερον αὖτις Il.1.513; εἴροντο δὲ κήδε' ἑκάστη Od.11.542, cf. Nic.Th.359:—Pass., 3sg. εἴρεται is said, Arat.172,261: for other forms v. ἐρῶ. (ϝέρ-yω, fr. root of ἐρῶ, q.v.)
(C),

   A ask: for Act. forms (stem ἐρε (ϝ)-), v. ἐρέω (A): for Med. forms (stems ἐρε (ϝ)- and ἐρ (ϝ)-), v. ἔρομαι, ἐπείρομαι.

German (Pape)

[Seite 735] ἐρῶ, εἴρηκα, s. ερ. aor. εἶρα u. ἔρσα, Hippocr. (vgl. compp.), aneinanderreihen; στεφάνους Pind. N. 5, 77, d. i. flechten; aber εἰρομένη λέξις ist bei Ar. rhet. 3, 9, im Ggstz von κατεστραμμένη, ein gedehnter Styl, aus locker aneinandergereiheten Sätzen bestehend, συνδέσμῳ μία, ἣ οὐδὲν ἔχει τέλος καθ' αὑτήν, ἂν μὴ τὸ πρᾶγμα λεγόμενον τελειωθῇ, vgl. Plut. εἰρόμενος λόγος (nach conj.) stoic. rep. 28; εἰρομένης ἀκρασίας garrul. 10. – Dahin gehört als perf. pass. ἐερμένος, ἠλέκτροισιν, von einem goldenen Halsbande mit Elektron, Od. 18, 295, wie 15, 460 μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο.

Greek (Liddell-Scott)

εἴρω: (Α): ἀόρ. εἶρα (ἴδε κατωτ.), ὡσαύτως ἔρσα (ἴδε διείρω): ― Παθ., μετοχ. πρκμ. ἐρμένος (ἐν-) Ἡρόδ. 4. 190· Ἐπ. ἐερμένος, ἴδε κατωτ., εἰρμένος Βακχυλ. 16. 116 (ἔκδ. Blass)· ― τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα εἶναι σπάνιον, πρβλ. ἀν-, δι-, ἐν-, ἐξ-, συν- είρω· (περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε ἀείρω)· συνείρω, συνάπτω, πλέκω, ὁρμαθίζω, κοινῶς «ὁρμαθιάζω», παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Ἐπ. παθ. πρκμ., ὅρμον... ἠλέκτροισιν ἐερμένον, «ὡρμαθιασμένον», Ὀδ. Σ. 296· καὶ παθ. ὑπερσυντ., μετὰ δ’ ἠλέκτροισιν ἔερτο Ὀδ. Ο. 460· οὕτω, περὶ στήθεσσιν ἔερτο μίτρη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 868. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ. ἐν τῷ ἐνεργ., στεφάνους εἴρην, Λατ. coronas nectere, Πινδ. Ν. 7. 113· εἴρ. τὰ θεῖα Πλούτ. 2. 1029C· δένω, περιδένω, εἰς βρόχον εἴρας τὸν τράχηλον Ζάλευκος παρὰ Στοβ. 280. 39: ― Παθ., εἰρομένη λέξις, συνεχὲς καὶ χαλαρὸν ὕφος, δηλ. οὐχὶ μετ’ ἀντιθέσεων, ἤτοι μετὰ περιόδων καὶ κώλων ἀντιστοιχούντων καὶ οὕτως εἰπεῖν ἰσορροπούντων, ἀντιτίθεται τῇ κατεστραμμένῃ λέξει, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 2· πρβλ. συνείρω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

1Act. seul. prés. et ao. εἶρα;
nouer, attacher, entrelacer ; Pass. ἠλέκτροισιν ἐερμένος OD (collier) fait de chaînons d’électron entrelacés ; μετὰ δ’ ἠλέκτροισιν ἔερτο OD (ce collier) était fait de chaînons d’électron entrelacés ; fig. εἰρομένη λέξις ARSTT style bien lié, continu, càd sans antithèses ou sans périodes balancées.
Étymologie: R. Σερ, nouer, attacher = lat. sero ; cf. σειρά.
2rare au prés. ; f. ἐρῶ, ao. inus., pf. εἴρηκα;
Pass. ao. ἐρρήθην, pf. εἴρημαι;
1 dire, parler : τινί τι, dire qch à qqn ; d’ord. au f. et au pf. : ἐρεῖν τι πρός τινα ATT dire qch à qqn ; κακῶς ἐρεῖν τινα, dire du mal de qqn ; ἐρεῖν τινά τι, dire qch de qqn;
2 particul. annoncer (une nouvelle, etc.);
3 convenir de : μισθὸς εἰρημένος HDT salaire convenu ; abs. εἰρημένον γὰρ δίκας μὲν τῶν διαφορῶν ἀλλήλοις διδόναι καὶ δέχεσθαι THC car bien qu’il soit dit (dans les traités) que les différends réciproques seront réglés à l’amiable;
4 ordonner : τινι avec l’inf. à qqn de ; Pass. εἴρητό οἱ avec l’inf. HDT il lui avait été ordonné de;
5 mentionner : οὗτοι μὲν οἱ παραθαλάσσιοι εἰρέαται (ion.) HDT j’ai parlé plus haut de ces populations maritimes.
Étymologie: R. Ϝερ, dire = lat. verbum ; de la R. parallèle Ϝρη viennent les pf. εἴρηκα = *ϜέϜρηκα, le f. Pass. ῥηθήσομαι, etc.

English (Autenrieth)

(1) (root ϝερ, cf. verbum), assumed pres. for fut. ἐρέω, -έει, -έουσι, part. ἐρέων, ἐρέουσα, pass. perf. εἴρηται, part. εἰρημένος, plup. εἴρητο, fut. εἰρήσεται, aor. part. dat. sing. ῥηθέντι: say, speak, declare; strictly with regard merely to the words said; announce, herald, (Ἠώς) Ζηνὶ φόως ἐρέουσα, Il. 2.49; (Ἑωσφόρος) φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν, Il. 23.226.
(2) (root σερ, cf. sero), only pass. perf. part. ἐερμένος, plup. ἔερτο: string, as beads; μετὰ (adv.) δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο, at intervals ‘was strungwith beads of amber, Od. 15.460 ; ὅρμος ἠλέκτροισιν ἐερμένος, Od. 18.296; γέφῦραι ἐερμέναι, ‘joined’ in succession, Il. 5.89.