ἔραμαι

Revision as of 14:13, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

2sg. Ep. ἔρασσαι or

   A ἔρᾱσαι Theoc.1.78, 3sg. ἔρᾱται Id.2.149 (with unexpld. ᾱ); 2pl. ἐράασθε Il.16.208; 3sg. subj. Aeol. and Dor. ἔρᾱται Sapph.Supp.5.4, Pi.P.4.92 ; opt. ἐραίμαν ib.11.50 ; impf. ἠράμην [ᾰ] Sapph.33, Thgn.1346, etc.: fut. ἐρασθήσομαι A.Eu.852 : aor. ἠράσθην Alcm.33, Hdt.1.8,96, E.Med.700, IG12.920.2, poet. ἐράσθην Phoen.1.19 ; poet. aor. Med. ἠρᾰσάμην Il.16.182, Hermesian. 7.49,96 (Ep. and Lyr. ἠράσσατο Il.20.223, Archil.26, Nicaen.1.5 ; ἐράσσατο Hes. Th.915, P1.P.2.27): pf. ἤρασμαι Parth.2.3 : ἐράω (q.v.) supplies the pres. and impf. in Prose.    I love, c. gen. pers., prop. of the sexual passion, as always in Hom.; mostly of the man, ὥς σεο νῦν ἔραμαι Il.3.446, cf. 16.182, 20.223, etc.; λέχους E.Med.491 ; τῆς ἑωυτοῦ γυναικός Hdt.1.8 ; but of the woman, ἣ..ἠράσσατ' Ἐνιπῆος Od.11.238 : c. acc. cogn., ἐ. μέγαν γ' ἔρωτα E.Med.697.    II of things, desire passionately, lust after, ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου Il. 9.64 ; φυλόπιδος..ἕης τὸ πρίν γ' ἐράασθε 16.208 ; ἐρασθεὶς τυραννίδος Hdt.1.96 ; τῶν ἀπεόντων Pi.P.3.20 ; καλῶν ib.11.50 ; γῆς τῆσδε A. Eu.852 ; κείνων ἔραμαι E.Alc.866 (anap.); θανάτου ἔρανται Aret.CA 2.5.    2 c. inf., desire eagerly, οὐκ ἔραμαι πλουτεῖν Thgn.1155 ; ἤρατο ἐπιψαύειν Pi.P.4.92 ; ἔραται γλῶσσα μέλιτος ἄωτον [προχέειν] Id.Pae.6.58 ; ἔραμαι πυθέσθαι S.OC511 (lyr.); λαβεῖν τι E.Med.700 ; φαγεῖν Ar.Fr.51 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1016] depon., aor. ep. ἠρασάμην, ἠράσσατο, Prosa ἠράσθην, bei Luc. dea Syria ήρησάμην, fut. ἐρασθήσομαι; lieben, begehren, gew. τινός, ὥς σεο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ Ill. 14, 328; πολέμου 9, 64, öfter; ἐραίμην καλῶν Pind. P. 11, 50; γῆς τῆσδε ἐρασθήσεσθε Aesch. Eum. 814; γυναικὸς ἐρασθείς Her. 1, 8; τυραννίδος 1, 96; – c. inf., ἐπιψαύειν ἔραται Pind. P. 4, 92; N. 1, 31; οὐκ ἔραμαι πλουτεῖν Theogn. 1155; πυθέσθαι Soph. O. C. 512; Eur. u. in Prosa; der aor. gew. von sinnlicher Liebe, Plat. Conv. 213 c u. öfter; doch auch τυραννίδος, Alc. I, 141 d; Luc. D. Hort. 2. S. unten ἐράω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρᾰμαι: β΄ ἑνικ. ἔρασαι Εὐρ., Ἐπικ. ἔρασσαι Θεόκρ. 1. 78 β΄ πληθ. ἐράασθε (ὡς τὸ ἀγάασθε). Ἰλ. ΙΙ. 208· γ΄ ἑνικ. ὑποτ. ἔρηται, Δωρ. ἔρᾱται, Πινδ. Π. 4. 164· εὐκτ. ἐραίμην, ὁ αὐτ. 11. 76· παρατ. ἠράμην ᾰ, Σαπφ. 37, Θέογν. 1346, Πίνδ., Θεόκρ.: μέλλ. ἐρασθήσομαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 852: ἀόρ. ἠράσθην Ἀλκμ. 17, μετοχ. ἐρασθεὶς Ἡροδ. 1. 8, 96, Αἰσχύλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἐπικ. καὶ τῷ Πινδ. μέσ. ἀόρ. ἠρᾰσάμην (ὀπόθεν οἱ Ἐπικ. τύποι ἠράσσατο Ἰλ. Υ. 223, Αἰσχύλ. 26· καὶ ἐράσσατο Ἡσιόδ. Θ. 915, Πινδ. Π. 2. 50)· πρκμ. ἤρασμαι Παρθέν. 2. 3: - παρὰ πεζολόγοις ὁ ἐνεστὼς καὶ παρατ. λαμβάνονται ἐκ τοῦ ἐράω, πάντες δὲ οἱ ἄλλοι τύποι ἐκ τοῦ ἔραμαι. Ἐρῶ, εἶμαι «ἐρωτευμένος», ἀγαπῶ ἐμμανῶς, μετὰ γεν. προσ., κυρίως ἐπὶ τοῦ μεταξὺ τῶν δύο φύλων διεγειρομένου πάθους, ἔχω ἔρωτα πρός τινα (ἴδε ἐράω), ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, ὥς σεο νῦν ἔραμαι, «ἐρῶ, ἐπιθυμῶ» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 446, Ξ. 328· τῆς… ἠράσατ’ 11. 182· τάων… ἠράσσατο Υ. 223· λέχους Εὐρ. Μήδ. 491· ἐπὶ γυναικός, ἣ… ἠράσσατ’ Ἐνιπῆος Ὀδ. Λ. 238· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐρ. μέγαν γ’ ἔρωτα Εὐρ. Μήδ. 697. - Παρὰ τῷ Ἀλκιφρ. 1. 18, ἀντὶ τῇ ὥρᾳ τῆς παιδίσκης ἠράσθης, ὁ Κόβητος προτείνει ἠρέθης. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀγαπῶ ὑπερμέτρως, σφόδρα ἐπιθυμῶ, ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου Ἰλ. Ι. 64· φυλόπιδος… ἕης τὸ πρὶν γ’ ἐράασθε Π. 208· ἐρασθεὶς τυραννίδος Ἡρόδ. 1. 96· τῶν ἀπεόντων Πινδ. 11. 3. 35· καλῶν αὐτόθι 11. 76· γῆς τῆσδε Αἰσχύλ. Εὐμ. 852· κείνων ἔραμαι Ἀριστοφ. Σφ. 751 (λυρ.)· οὕτω. Πλάτ., κλ. 2) μετ’ ἀπαρ. σφοδρῶς ἐπιθυμῶ, οὐκ ἔραμαι πλουτεῖν Θέογν. 1151· ἤρατο ἐπιψαύειν Πινδ. Π. 4. 164· ἔραμαι πυθέσθαι Σοφ. Ο. Κ. 511· λαβεῖν τι Εὐρ. Μήδ. 700· φαγεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 146· οὕτω παρὰ Πλάτ., κλ.: - ἀπολ., οὐκ ἔραμαι, δὲν ἔχω τοιαύτην ἐπιθυμίαν Πινδ. Ν. 1. 44.

French (Bailly abrégé)

impf. ἠράμην, f. ἐρασθήσομαι, ao. ἠράσθην et ἠρασάμην, pf. ἤρασμαι;
aimer passionnément, être épris de : τινος de qqn ou de qch (guerre, royauté, pays, etc.).
Étymologie: cf. ἐράω.

English (Autenrieth)

ipf. 2 pl. ἐράασθε, aor. ἠρασάμην, ἐρά(ς)σατο: be (aor. become) enamoured of, in love with; fig., πολέμου, φῦλοπίδος, Ι , Il. 16.208.