ἀναφέρω

Revision as of 14:28, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

English (LSJ)

poet. ἀμφ-, fut. ἀνοίσω: aor. ἀνήνεγκα, Ion. ἀνήνεικα, also inf.

   A ἀνοῖσαι Hdt.1.157:    I bring, carry up, [Κέρβερον] ἐξ Ἀΐδαο Od.11.625; ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀ. χρυσοῦ Hdt.4.195, cf. 3.102 (as v.l. for -φορέω) ; ἀ. τινὰ εἰς Ὄλυμπον, εἰς θεούς, X.Smp.8.30 (Pass.), Plu. Rom.28, etc.; in histor. writers, carry up the country, esp. into Central Asia, Hdt.6.30; raise up, εἰς τὸ ἄνω Hp.Art.37; ἀ. πόδα lift it, E.Ph.1410:—Med., carry up to a place of safety, take with one, Hdt.3.148; remove one's goods, 8.32,36, etc.    b esp. carry up to the Acropolis, put by, of treasure, And.3.7, X.Vect.5.12, Aeschin.2.174, etc.    2 bring up, pour forth, of tears, ἑτοιμότερα γέλωτος ἀ. λίβη A.Ch.447; αἵματος πλῆθος ἀ. spit up, Plu.Cleom.15; ἀ. φωνάς, στεναγμούς, Id.2.433c, Alex.52:—Med., ἀνενείκασθαι, abs., fetch up a deep-drawn breath, heave a deep sigh, μνησάμενος δ' ἁδινῶς ἀνενείκατο Il.19.314; ἀνενεικάμενόν τε καὶ ἀναστενάξαντα Hdt.1.86 (where others, having recovered himself, come to himself, v. infr. 11.7): in Alex. Poets, utter, ἀνενείκατο μῦθον, φωνήν, A.R.3.463,635.    3 uphold, take upon one, ἄχθος A.Ch.841; κινδύνους Th.3.38; διαβολάς, πόλεμον, etc., Plb.1.36.3, 4.45.9, etc.; πολλῶν ἀ. ἁμαρτίας LXX Is. 53.12, Ep.Heb.9.28.    4 offer in sacrifice, ib.7.27, 13.15, etc.: abs., make expiation or compensation, GDI3537, al. (Cnidus).    5 raise up, yield, ἀρχαῖαι ἀρεταὶ ἀμφέροντ' ἀνδρῶν σθένος Pi.N.11.38.    6 intr., lead up, of a road, ἁμαξιτὸς εἰς τὸν Πειραιᾶ ἀ. X.HG 2.4.10, cf. Plb.8.29.1, Inscr.Prien.37.161.    II bring or carry back, εἰς τοὔπισθεν ἀ. πόδα E.Ph.1410: freq. in Prose, ἀ. τὰς κώπας recover the oars (after pulling them through the water), Th.2.84; ἡ εἰρεσία ἀναφέρεται Plu.Demetr.53, Ant.26.    2 bring back tidings, report, παρά τινα Hdt.1.47; ἔς τινα Id.1.91, Th.5.28, etc.; τὰ ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἀνενεγκόντες Decr. ap. D.18.75:—Pass., Hdt.1.141, al.    3 bring back from exile, Th.5.16.    4 carry back, trace one's family to an ancestor, τὸ Ἡρακλέους γένος εἰς Περσέα ἀναφέρεται Pl.Alc.1.120e; without γένος, ἀ. εἰς Ἡρακλέα Id.Tht.175a.    5 refer a matter to another, βουλεύματα ἐς τὸ κοινόν Hdt.3.80; ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀ. Id.2.23; ἁμαρτίαν εἴς τινα ἀ. ascribe E.Or.76, Ba.29, etc.; τῆς κηλῖδος εἰς ὑμᾶς -ομένης Antipho 3.3.11; τὴν αἰτίαν εἴς τινα Lys.22.8; rarely ἀ. τί τινι E.Or.432, Lys.12.81; τι ἐπί τινα D.18.224, Aeschin. 3.215; τι ἐπί τι Pl.Phd.76d; τι πρός τι Arist.EN1101b19 (Pass.), al.; ποῖ δίκην ἀνοίσομεν; to whom shall we refer the judgement? E. Ion 253; τὴν ἀπόδοσιν εἴς τινα D.34.46:—Pass., to be attributed (of authorship), εἰς Μητρόδωρον Phld.Herc.1005.8; to be traced to, derived from, ἐπί τι ib.1251.11.    6 Pass., refer to, of a statement, πρός τι Ps.-Alex.Aphr.in SE127.8.    b without acc., ἀ. εἴς τινα refer or appeal to another, make reference to him, Hdt.3.71, Pl.Ap.20e; ἔς τινα περί τινος Hdt.1.157, 7.149; ἀ. πρός τι refer to something as to a standard, Hp.VM9; ἐκεῖσε ἀ. Pl.R.484c, cf. Phdr.237d.    c report, μέτρα καὶ γειτνίας καὶ ἀξίας PTeb.14.11 (ii B.C.), etc.:—Pass., ib.10.3 (ii B.C.): abs., make a report, τινί PRyl.233.8 (ii A.D.), PFay. 129.8 (iii A.D.).    7 bring back, restore, πόλιν ἐκ πονήρων πραγμάτων Th.8.97; ἀ. ἑαυτόν Ael.NA13.12:—Pass., come to oneself, recover, μόγις δὴ τότε ἀνενειχθεὶς εἶπε (v. supr.1.2) Hdt.1.116; ἄφωνος ἐγένετο, ἔπειτα πάλιν ἀνηνέχθη Theopomp.Com.66:—so,    b intr. in Act., come to oneself, recover, τῷ πόματι ἀνέφερον (sc. ἑαυτούς) Hdt.3.22, cf. Hp.Aph.2.43, D.16.31; ἐκ τραύματος D.H.4.67; ἐξ ὕπνων Plu. Cam.23; ἀνέφερέ τις ἐλπὶς ἀμυδρά revived, Id.Alc.38; ἐκ τοσούτων κυμάτων ἀνενεγκών Eun.Hist.p.227 D.    8 bring into account, εἰς τὸ κοινόν D.41.8, cf. 11, Philonid.1 D.; πρὸς ἣν [ἀρχὴν] αἱ πρόσοδοι ἀναφέρονται Arist.Pol.1321b32.    9 pay over, εἰς τὸ βασιλικόν PHib.50.2, cf. 42.5.    10 call to mind, consider, Pl.Lg.829e: also c. gen., App.Pun.93,112.    11 repeat, Pl.Ti.26a.    12 recall a likeness, ἀ. πρὸς ἀνδριάντα τὴν ὁμοιότητα τῆς ἰδέας Plu.Brut.1, cf. 2.53d.

German (Pape)

[Seite 213] (s. φέρω), 1) herauftragen, heraufbringen, Od. 11, 625 τὸν μὲν ἐγὼν ἀνένεικα καὶ ἤγαγον ἐξ Ἀίδαο, den Hund; παρὰ βασιλῆα, zum König nach Hochasien (vgl. ἀναβαίνω), Her. 6, 30; ψάμμος ἀναφερομένη, Sand, der aus den Minen herausgeworfen, 6, 102; χίλια τάλαντα εἰς τὴν ἀκρόπολιν Andoc. 3, 7. Von der Straße, εἰς τὸν Πειραιᾶ Xen. Hell. 2, 4, 10; ἀναφέρει ἐπὶ τὴν ἀγοράν, sie führt hinauf, Pol. 8, 31. – Pass., vom Aufgehen der Sterne, Id. 9, 15, 8; vom Aufsteigen des Rauches, Arist.; τὰς κώπας, die Ruder in die Höhe bringen, Thuc. 2, 84; danach ἡ εἰρεσία ἀναφέρεται Plut. Ant. 24; Demetr. 53. – Auch αἷμα, Blut aufhusten, auswerfen, Cleom. 15; στεναγμούς, Seufzer ausstoßen, Alex. 52; ἀναφέρει τι χρῶμα, es zeigt eine Farbe, nimmt sie an, Phoc. 28. – Med., ἀνενείκατο, Il. 19, 314, vom tief aus der Brust herausgeholten Seufzer und schweren Aufathmen; bei Her. 1, 86 neben ἀναστενάξαντα. Buttm. Lexil. I p. 263 f vergleicht auch Her. 1, 116, ἀνενειχθείς, nachdem er sich gesammelt hatte; sp. D. haben diese Vrbdg vom lauten Ausrufen verstanden, u. verb. μῦθον ἀνενείκατο, Ap. Rh. 3, 463; Col. 170; φωνήν Theocr. 23, 18. – Sonst: für sich in Sicherheit bringen, Her. 3, 148. 8, 36, wo Andere »sich zurückziehen« erklären; – emporheben, τὴν ψυχὴν ἀναφερόμενος, animo elato, Plut. an seni ger. resp. 6; aus dem Schlafe aufwecken, ἐξ ὕπνων Plut.; ἐκ μέθης Luc.; aus dem Dunkel hervorholen, loben, ἀρεταὶ ἀμφέρονται Pind. N. 11, 38; im Gedächtniß erhalten, Isocr. 5, 32; μνημονεύειν καὶ ἀναφ. Plut. exil. extr.; vgl. Cat. min. 49; App.; – wiederholen, Plut. de Εἰ ap. Delph. 8; ὁμοιότητα, wie referre similitudinem, Discr. ad. et am. 12; vgl. Conj. praec. p. 416. – Pass., emporgehoben werden, emporkommen, Plat. Ax. 365 a; Pol. 9, 15; Plut. Rom. 28. – 2) auf sich nehmen, ertragen. κινδύνους Thuc. 3, 38; φθόνους καὶ διαβολάς, πόλεμον, Pol. 1, 36. 4, 59; D. Hal., N. T. – 3) zurückführen, τὸ γένος εἴς τινα, seine Abkunft von Einem herleiten, Plat. Alc. I, 120 e; vgl. Herod. 2, 3, 9; ohne γένος, Plat. Theaet. 175 a; sichberufen auf, εἰς τοὺς πολλούς, εἰς τοὺς διδασκάλους, Alc. I, 110 e 112 d; εἰς ἀξιόχρεων ὑμῖν τὸν λέγοντα ἀνοίσω, ich werdemich auf ihn berufen, Apol. 20 e; auf etwas beziehen, ἀποβλέποντες κἀκεῖσε ἀναφέροντες Rep. VI, 484 c; εἰς ἃ ἀναφέρεται πάντα Crat. 424 d; ἀναφέρεται ἐπί τι, Arist. oft, z. B. Physiogn. 6; dah. zuschreiben, εἰς Φοῖβον τὴν ἁμαρτίαν Eur. Or. 76 Bacch. 29 und öfter; αἰτίαν εἴς τινα, Lys. 12, 28. 22, 8; ebenso ἀπολογίαν 12, 64; τὸ μὲν εἰς ἀλλήλους ἀναφέρετε, ihr klagt einander an, Dem. 28, 9; αἰτίαν ἐπί τινα, 10, 35; vgl. 18, 224. – 4) wie referre, Bericht erstatten, melden, Gegensatz κρύπτω, Soph. Ant. 272; Eur. Phoen. 1722; τὰ θεο πρόπια ἀνενειχθέντα Her. 1, 54; οἱ δὲ ἀνήνεικαν εἰς Σάρδις καὶ ἀπήγγειλαν τῷ Κροίσῳ 1, 91, u. öfter; zum Vortrag bringen, darauf antragen, περὶ σπονδέων ἀνοίσειν ἐς τοὺς πλεῦνας, βουλεύματα εἰς τὸ κοινόν Her. 7, 149; 3, 80; ἀναφέρειν τῷδήμῳ περὶ διαλύσεως Pol. 15, 8; Dion. Hal. 10, 54; λόγον, rationem reddere, Lys. 30, 5. – 5) eintragen, einbringen, Xen. Vect. 5, 12. – 6) intr., zu sich kommen, sich erholen, Her. 3, 22 (wie das pass. gebraucht ist 1, 116; vgl. ἄφωνος ἐγένετο· εἶτα πάλιν ἀνηνέχθη Theop. com. bei Eust. zu Od. 8, 393, der ἀνέπνευσε erkl.); ἐὰν δὲ ἀνενέγκωσιν οἱ Θηβαῖοι καὶ σωθῶσιν Dem. 16, 31; ἐκ τῆς πληγῆς ἀναφέρων Plut. Rom. 18; vgl. Pomp. 53, wohin auch ἀνέφερον καὶ περιῆσαν D. Hal. 9, 57, und das unter 1) aufgeführte ἐκ μέθης, ἐξ ὕπνου gezogen werden kann, s. auch ἀνέφερέ τις ἐλπὶς ἀμυδρά Plut. Alc. 38. – 7) überlegen, erwägen, Plat. Legg. VIII, 829 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφέρω: ποιητ. ἀμφέρω: μέλλ. ἀνοίσω: ἀόρ. ἀνήνεγκα, Ἰων. ἀνήνεικα, ὡσαύτως ἄνῳσα Ἡρόδ. 1. 157: (ἴδε φέρω). Ι. φέρωφέρω ἐπάνω, «τὸν μὲν (τὸν Κέρβερον δηλ.) ἐγὼν ἀνένεικα καὶ ἤγαγον ἐξ Ἀΐδαο» Ὀδ. Λ. 625· ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῦ Ἡρόδ. 4. 195, πρβλ. 6. 102· ἀν. τινὰ εἰς Ὄλυμπον, εἰς τοὺς θεοὺς Ξεν. Συμπ. 8. 30, Πλούτ., κτλ: - παρ’ ἱστορικοῖς συγγραφεῦσι, φέρω εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς χώρας, ἰδίως εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς Ἀσίας, Ἡρόδ. 6. 30 (πρβλ. ἀνάβασις Ι. 2): ἀνεγείρω, εἰς τὸ ἄνω Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802: - Μέσ., λαμβάνω, κομίζω τι μετ’ ἐμαυτοῦ, καὶ ἀνενεικάμενος τὰ ἔχων ἐξεχώρησε Ἡρόδ. 3. 148· φέρω μετ’ ἐμοῦ εἰς τόπον ἀσφαλῆ, ἐς τὴν δὴ ἀνηνείκαντο (τὰ χρήματα) καὶ αὐτοὶ ἀνέβησαν 8. 32, 36, κτλ. 2) ἀφίνω ν’ ἀναβαίνῃ τι, χύνω, ἐπὶ δακρύων, ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη Αἰσχύλ. Χο. 447· ἐξεμῶ, «ξερνῶ», αἵματος πλῆθος ἀνενεγκεῖν Πλουτ. Κλεομ. 15· ἀναπέμπω, ἐκπέμπω, «βγάζω», ἀν. φωνάς, στεναγμοὺς αὐτόθι κτλ.: - Μέσ., ἀνενείκασθαι, ἀπόλ., ἐκπέμπω βαθείαν ἀναπνοήν, οἰονεὶ βαθὺν στεναγμόν, μνησάμενος δ’ ἁδινῶς ἀνενείκατο, «πολὺ ἤγαγε πνεῦμα, οἱονεὶ ἀνεστέναξεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ.: - ἀνενεικάμενόν τε καὶ ἀναστενάξαντα Ἡρόδ. 1. 86 (ἔνθα ἄλλοι ἑρμηνεύουσιν, ἀφοῦ συνῆλθεν, ἀφοῦ ἦλθεν εἰς ἑαυτόν, ἴδε κατωτέρ. ΙΙ. 6): παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, = προφέρω, ἐκπέμπω, ἀνενείκατο φωνάν, μῦθον, Θεόκρ. 23.18, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 463.

3) σηκώνω, βαστάζω, ὑπομένω, Λατ. sustinere, ἄχθος Αἰσχύλ. Χο. 841· κινδύνους Θοκυ. 3. 38· πόλεμον, διαβολάς, κτλ., Πολύβ., κτλ.· πολλῶν ἀν. ἁμαρτίας Ἑβδ. (Ἡσαΐ. νγ΄, 12), Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. θ΄, 28.

4) προσφέρω, συνεισφέρω, εἰς τὸ κοινὸν Δημ. 1030. 13: ὑπομένω, ὑφίσταμαι τὴν τιμωρίαν, «ἅπαξ προσενεχθεὶς εἰς τὸ πολλῶν ἀνενεγκεῖν ἁμαρτίας» πρὸς Ἑβρ. η΄, 27., ιγ΄, 15, κτλ.: - ἀπολ., ἴσως, = ἐξιλάσκομαι, ποιῶ ἐξιλασμόν, Ἐπιγρ. παρὰ Newton 82, 83, 88, κτλ.
5) ἀμετάβ., ἐπὶ ὁδοῦ, κατὰ τὴν εἰς Πειραιᾶ ἁμαξιτὸν ἀναφέρουσαν Ξεν. Ἑλλ. 2, 4, 10, πρβλ. Πολύβ. 8, 31 1.
ΙΙ. φέρω, ἐπαναφέρω, ἀρχαῖαι δ’ ἀρεταὶ ἀμφέροντ’ ἀλλασσόμεναι Πινδ. Ν. 11. 49, (μέσως) ἐπανέρχονται, ἀναλάμπουσι πάλιν· - ἀνασηκώνω· λαιὸν μὲν εἰς τοὔπισθεν ἀμφέρει πόδα, ἀναστρέφει πρὸς τὰ ὀπίσω προσποιηθεὶς πρὸς στιγμὴν ὅτι θὰ ἀποχωρήσῃ τῆς μάχης, Εὐρ. Φοίν. 1410· συχν. παρὰ πεζοῖς, καὶ τὰς κώπας ἀδύνατοι ὄντες ἐν κλυδωνίῳ ἀναφέρειν, ἐξάγειν αὐτὰς ἐκ τῆς θαλάσσης κατὰ τὴν εἰρεσίαν, Θουκ. 2. 84· οὕτως, ἡ εἰρεσία ἀναφέρεται Πλουτ. Δημ. 53, Ἀντών. 24.
2) ἀναγγέλλω, ἀναφέρω, ὡς καὶ νῦν, Λατ. renuntiare, ἄσσα δ’ ἂν ἕκαστα τῶν χρηστηρίων θεσπίσῃ .. ἀναφέρειν παρ’ ἑωυτόν, νὰ ἀναγγείλωσιν εἰς αὐτόν, «νὰ τοῦ τὰ ἀναφέρουν», Ἡρόδ. 1. 47. ἔς τινα ὁ αὐτ. 1. 91, Θουκ. 5. 28, κτλ.· τὰ ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἀνενεγκόντες Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 250. 12: - Παθ., Ἡρόδ. 1. 141, καὶ ἀλλ.: - Μέσ., χρησιμεύω ὡς κατάσκοπος, Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 6. 5, 3., 8. 4, 3.
3) ἐπαναφέρω, ἐκ τῆς ἐξορίας, Θουκ. 5. 16.
4) ἀνιχνεύων εὑρίσκω τὸν προπάτορα τῆς οἰκογενείας, ἀναφέρω, ἀνάγω, τὸ Ἡρακλέους γένος εἰς Περσέα ἀναφέρεται Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 120Ε· ἀλλ’ ὡσαύτως ἄνευ τοῦ γένος, ἀν. εἰς Ἡρακλέα ὁ αὐτ. Θεαίτ. 175Α.

5) ἀναφέρω τι εἴς τινα, φέρω τι ἐνώπιόν τινος, βουλεύματα δὲ πάντα ἐς τὸ κοινὸν ἀναφέρει Ἡρόδ. 3. 80· ὁ δὲ περὶ τοῦ Ὠκεανοῦ λέξας, ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀνενείκας, οὐκ ἔχει ἔλεγχον ὁ αὐτ. 2. 23· ἀποδίδω, ἁμαρτίαν εἴς τινα ἀν. Εὐρ. Ὀρ. 76, Βάκχ. 29, κτλ.· ἀναφ. κηλῖδα εἴς τινα Ἀντιφῶν 123. 42· τὴν αἰτίαν εἴς τινα Λυσ. 164. 42· σπανίως ἀν. τί τινι Εὐρ. Ὀρ. 432, Λυσ. 127. 33· τι ἐπί τινα Δημ. 302. 28, Αἰσχίν. 84. 36· τι ἐπί τι Πλάτ. Φαίδων 76D· τι πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 12, 5, καὶ ἀλλ.· ποῖ δίκην ἀνοίσομεν; εἰς τίνα νὰ ἀναφέρωμεν τὴν κρίσην, Εὐρ. Ἴων 253.

β) ἄνευ αἰτ., ἀν. εἴς τινα, ποιῶ τι γνωστὸν εἴς τινα, ἀναφέρω τι εἴς τινα ὅπως εἴπῃ τὴν γνώμην αὐτοῦ, ἐπεί τε ὑμῖν ἀναφέρειν ἐς πλεῦνας ἐδόκεε, ἀφοῦ ὑμεῖς ἐκρίνατε εὔλογον ν’ ἀναφέρητε τὸ πρᾶγμα εἰς πλείονας, Ἡρόδ. 3. 71, Πλάτ. Ἀπολ. 20Ε, Δημ. 920, 26· εἴς τινα περί τινος Ἡρόδ. 1. 157., 7. 149· ἀν. πρός τι, ὡς εἰς πρότυπονπαράδειγμα, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11: - ἐπὶ πραγμάτων, ἀν. εἴς τι, ἔχειν σχέσεις πρός τι, Πλάτ. Πολ. 484C, πρβλ. Φαῖδρ. 237D

6) ἐπαναφέρω τι εἰς τὴν προτέραν (καλὴν) κατάστασιν, ἀνορθῶ, καὶ ἐκ πονήρων τῶν πραγμάτων γενομένων τοῦτο πρῶτον ἀνήνεγκε τὴν πόλιν Θουκ. 8. 97· ἀν. ἑαυτὸν Αἰλ. π. Ζ. 13. 12: - καὶ ἐν τῷ παθ., ἀναλαμβάνω, ἔρχομαι εἰς ἐμαυτόν, μόγις δὲ δή κοτε ἀνενειχθεὶς εἶπε (ἴδε ἀνωτ. 1. 2) Ἡρόδ. 1. 116· ἄφωνος ἐγένετο, ἔπειτα πάλιν ἀνηνέχθη Θεόπομπ. Κωμ. Ἄδηλ. 12: - οὕτω,
β) ἀμετάβ. ἐν ἐνεργ. φωνῇ, συνέρχομαι, ἀναλαμβάνω, τῷ πόματι ἀνέφερον (ἐνν. ἑαυτοὺς) Ἡρόδ. 3. 22, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1246, Δημ. 210. 15· ἐκ τραύματος Διον. Ἁλ. 4. 67· ἐξ ὕπνων Πλουτ. Κάμ. 23· ἀνέφερέ τις ἐλπὶς ἀμυδρὰ ἐκ τῶν παρόντων, ἀνέφαινεν, ὁ αὐτ. Ἀλκ. 38· ἴδε σημ. Κορ. Πλουτ. Β. Π. τόμ. 2. σ. 372.
7) παθ. εἰσκομίζομαι, εἰσέρχομαι, πάνυ πολλὰ χρήματα εἰς τὴν πόλιν ἀνενεχθέντα Ξεν. Πόρ. 5. 12· πληρώνω ἢ ἐπιστρέφω τι ὡς πληρωθέν, δίδω αὐτὸ ὀπίσω, οὔτ’ ἐκείνῳ διέλυσεν οὔτε νῦν εἰς τὸ κοινὸν ἀνενήνοχεν Δημ. 1030. 13, πρβλ. 1031. 9. 11· πρὸς ἣν [ἀρχὴν] αἱ πρόσοδοι ἀναφέρονται Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 6. 8) φέρω εἰς τὸν νοῦν μου, θεωρῶ, ἐξετάζω, χρὴ δὲ ἀναφέρειν παραδεικνύντα ἑαυτῷ τὸν νομοθέτην τῷ λόγῳ Πλάτ. Νόμ. 829Ε· ἐνθυμοῦμαι, Οὐυττεμβ. Πλουτ. 2. 126F.
9) ἐπαναλαμβάνω, Πλάτ. Τίμ. 26Α.
10) παραβάλλω τι πρός τι ὡς ὅμοιον, παραλληλίζω, «καὶ τῶν γε καθ’ αὑτὸν ἐκ τῆς οἰκίας γεγονότων ἐπιφανῶν ἀνδρῶν ἀναφέρειν ἐνίους πρὸς τὸν ἀνδριάντα τοῦ Βρούτου τὴν ὁμοιότητα τῆς ἰδέας» Πλουτ. Βροῦτ. 1: - παριστάνω, εἰκονίζω, ὁ αὐτ. 2. 65Β.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνοίσω, ao. ἀνήνεγκα, etc.
I. (ἀνά, en haut);
1 porter en haut, faire monter : κύνα ἐς Ἀίδαο OD faire remonter Cerbère du fond des enfers ; ἁμαξιτὸς εἰς τὸν Πειραῖα ἀναφέρει XÉN le chemin monte au Pirée;
2 à Athènes, porter en haut, càd dans l’Acropole (où se trouvait le trésor public) l’argent des contributions : ἀν. εἰς τὴν ἀκρόπολιν ESCHN monter verser les contributions à l’Acropole ; Pass. être acquitté, être payé;
3 transporter dans l’Asie centrale;
4 lever : τὰς κώπας THC relever les rames (au-dessus de l’eau pour les amener en arrière);
5 rejeter par en haut : αἷμα ἀν. PLUT vomir ou cracher du sang;
6 fig. relever : ἐκ πονηρῶν πραγμάτων τὴν πόλιν THC relever la cité de ses désastres ; ἀν. ἑαυτόν ÉL relever ses propres affaires, se relever ; Pass. se remettre, recouvrer ses sens, son calme ; intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν) : ἀναφέρειν ἐκ πληγῆς PLUT se remettre d’un coup ; abs. ἀναφέρειν se remettre ; ἀνέφερέ τις ἐλπίς PLUT qqe espoir renaissait;
7 prendre sur soi ; porter le poids de : ἄχθος ESCHL, κινδύνους THC supporter le poids d’une douleur, de dangers;
II. (ἀνά, en arrière);
1 porter en arrière;
2 rapporter (des paroles, une réponse);
3 en référer à : εἴς τινα PLAT à qqn;
4 reporter jusqu’à, faire remonter à ; imputer, attribuer : τὴν αἰτίαν εἴς τινα LYS la cause (de qch) à qqn ; τι ἐπί τινα, τί τινι EUR qch à qqn;
5 rappeler (de l’exil) ; fig. ramener dans l’esprit (un souvenir, une ressemblance, etc.) ; ramener dans son esprit, se souvenir de;
Moy. ἀναφέρομαι (ao. ἀνενεικάμην);
1 emmener en lieu sûr, dans l’intérieur (d’un pays);
2 (à l’ao. ἀνενείκασθαι) pousser un soupir, un gémissement;
3 se remettre, reprendre ses sens.
Étymologie: ἀνά, φέρω.

English (Autenrieth)

only aor. act. ἀνένεικα, mid. ἀνενείκατο: bring up; mid., fetch a deep sigh, Il. 19.314.

English (Slater)

ἀναφέρω v. ἀμφέρω.