διαπρεπής

Revision as of 14:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

English (LSJ)

ές,

   A distinguished, νᾶσος Pi.I.5(4).44; ἀρετή Th.2.34; ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ δ. Democr.195, cf. E.Supp.841, IA1588; γυναικομίμῳ μορφώματι Id. Antiop.iiA7 A.; τὸ δ. magnificence, Th.6.16. Adv. -πῶς magnificently, σκηνὴ δ. κεκοσμημένη Plu.Alc.12; δ. ἀγωνίσασθαι Id.Mar.28, J.BJ7.1.2 (Comp.): Sup. -πέστατα D.50.7.

German (Pape)

[Seite 598] ές, ausgezeichnet, hervorstechend; νῆσος Pind. I. 4. 49; εὐψυχίᾳ, τὴν θέαν, Eur. Suppl. 841 I. A. 1588; ἀρετή. Thuc. 2, 34; τὸ διαπρεπές, das Hervorstechen. 6, 16 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

διαπρεπής: -ές, ἔξοχος, διακεκριμένος, ἐπιφανής, Πίνδ. Ι. 5 (4). 56, Θουκ. 2, 34· τινὶ ἢ τι, ἔν τινι πράγματι, κατά τι, Εὐρ. Ἱκέτ. 841, Ι. Α. 1588· τὸ δ., μεγαλοπρέπεια, Θουκ. 6. 16. ― Ἐπίρρ. –πῶς, ὑπερθ. –πέστατα, Δημ. 1208. 19.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 distingué, remarquable entre tous, éminent;
2 abs. magnifique : τὸ διαπρεπές THC la magnificence;
Cp. διαπρεπέστερος.
Étymologie: διαπρέπω.

English (Slater)

διᾰπρεπής
   1 illustrious τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.44)