Γανυμήδης
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (ὁ) :
Ganymède, échanson de Zeus.
Étymologie: γάνος¹, μήδομαι.
English (Autenrieth)
Ganymede, son of Tros, and cup-bearer of Zeus, Il. 5.266, Il. 20.232.
English (Slater)
Γᾰνῠμήδης favourite of Zeus. δῶμα Διὸς · ἔνθα δευτέρῳ χρόνῳ ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ τωὔτ' ἐπὶ χρέος i. e. to serve in the same way as Pelops had (O. 1.44) ὥρᾳ ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε σὺν Κυπρογενεῖ (διὰ τὸ κάλλος ἀθάνατος ἐγένετο. Σ.) (O. 10.105) test., v. fr. 282.