ἐκμανθάνω

Revision as of 14:31, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

English (LSJ)

   A learn thoroughly, and, in past tenses, to have learnt thoroughly, know full well, ἐ. τὴν [Ἑλλάδα] γλῶσσαν Hdt.2.154; ἀνδρὸς ψυχήν S.Ant.175; ἐ. τι ἀπό τινος A.Pr.256; ἔκ τινος Pl.Ax.371a; παρά τινος S.OT286; τοῦ θεοῦ τί πρακτέον ib.1439, cf. OC114, Ar.Ec. 244; ἐ. ὅτι.. Hdt.3.134.    II examine closely, search out, Id.7.28, E.IT667, X.Cyr.1.6.40.    III learn by heart, ὅλους ποιητάς Pl. Lg.811a, cf.Aeschin.3.135; ᾄσματα Thphr.Char.27.7; Σαπφοῦς τἀρωτικά Epicr.4; Διονυσίου δράματα Ephipp.16; ἵνα πολλάκις ἀκούοντες τῶν ἐπῶν ἐκμανθάνωμεν τὴν ἔχθραν Isoc.4.159.

German (Pape)

[Seite 768] (s. μανθάνω), (von Grund aus) erlernen, lernen; τέχνας ἀπό τινος Aesch. Prom. 254; μάθησιν οὐ καλήν Soph. Tr. 450; παρά τινος O. R. 287; τῶν δ' ἕως ἂν ἐκμάθω, τίνας λόγους ἐροῦσιν O. C. 114; τοῦ θεοῦ, vom Gotte, 1439, wie Ar. Eccl. 244; Her. 2, 91 u. Folgde; ποιητὰς ὅλους, auswendig lernen, Plat. Legg. VII, 811 a (wie Aesch. 3, 135); ἐκ δέλτων Axioch. 371 a; ἔχθραν Isocr. 4, 159, sich fest einprägen; – genau untersuchen; Her. 7, 28; Xen. Cyr. 1, 6, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμανθάνω: μέλλ. -μαθήσομαι, μανθάνω ἐντελῶς, καὶ ἐν παρῳχημένοις χρόνοις, ἔμαθον ἐντελῶς, γνωρίζω πολὺ καλά, ἐκμ. τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν Ἡρόδ. 2. 154· ἀνδρὸς ψυχὴν Σοφ. Ἀντ. 175· ἐκμ. τι ἀπό τινος Αἰσχύλ. Πρ. 254· ἔκ τινος Πλάτ. Ἀξ. 371Α· παρά τινος Σοφ. Ο. Τ. 286· τινος αὐτόθι 1439, Ο. Κ. 114, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 244· ἐκμ. ὅτι.., Ἡρόδ. 3. 134. ΙΙ. ἐξετάζω αὐστηρῶς, ἐρευνῶ μετὰ προσοχῆς, Ἡρόδ. 7. 28, Εὐρ. Ι. Τ. 667, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40. ΙΙΙ. μανθάνω ἀπὸ στήθους, ὅλους ποιητὰς Πλάτ. Νόμ. 811Α· Σαπφοῦς τἀρωτικὰ Ἐπικράτ. ἐν «Ἀντιλαΐδι» 3· Διονυσίου δράματα Ἔφιππ. ἐν «Ὁμοίοις» 2· ἵνα πολλάκις ἀκούοντες τῶν ἐπῶν ἐκμανθάνωμεν τὴν ἔχθραν Ἰσοκρ. 74Β.

French (Bailly abrégé)

1 interroger (qqn);
2 chercher à savoir, examiner à fond;
3 apprendre à fond : τι ἀπό τινος, παρά τινος, τινος qch de qqn ; particul. apprendre par cœur, acc. ; à l’ao. et au pf. savoir, connaître exactement.
Étymologie: ἐκ, μανθάνω.

English (Slater)

ἐκμανθᾰνω
   1 learn fully about c. acc. μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών (I. 5.56)