κῶμα

Revision as of 14:40, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

English (LSJ)

ατος, τό, (perh. cogn. with κεῖμαι, κοιμάω)

   A deep sleep, αὐτῷ . . μαλακὸν περὶ κῶμα κάλυψα Il.14.359; ἦ με . . μαλακὸν περὶ κῶμ' ἐκάλυψεν Od.18.201; κακὸν δέ ἑ κῶμα καλύπτει Hes.Th.798; αἰθυσσομένων δὲ φύλλων κ. κατάρρει Sapph.4; ὕπνου κ. Theoc.Ep.3.6: metaph., of the effect of music, Pi.P.1.12.—Not in Trag.    2 Medic., lethargic state, coma, κῶμα συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες Hp.Epid.3.6, cf. Gal. 7.643, Sch.Nic.Al.458.

German (Pape)

[Seite 1543] τό (vgl. κοιμαω), tiefer, fester Schlaf; μαλακόν Il. 14, 359 Od. 18, 201; κακόν Hes. Th. 798; ἀβληχρόν Ap. Rh. 2, 205; ὀλοόν Nic. Al. 458; auch a. Sp.; krankhafte Neigung zum Schlaf, Schlafsucht, das Zufallen der Augen beim Kranken ohne wirklichen Schlaf, Medic. – Pind. P. 1, 12 verbindet ἰαίνει καρδίαν κώματι, was ein Schol. durch θέλγμα übersetzt; Andere erkl. es = κῶμος; am besten ist an sanften Schlaf zu denken.

Greek (Liddell-Scott)

κῶμα: τό, (κεῖμαι, κοιμάω) βαθὺς ὕπνος, λήθαργος, Λατ. sopor, αὐτῷ… μαλακὸν περὶ κῶμα καλύψω Ἰλ. Ξ. 359· ἦ με… μαλακὸν περὶ κῶμ’ ἐκάλυψεν Ὀδ. Σ. 201· κακὸν δ’ ἐπὶ κῶμα καλύπτει Ἡσιόδ. Θ. 798· αἰθυσσομένων δὲ φύλλον κ. καταρρεῖ Σαμπφὼ 4· ὕπνου κ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 6· ― μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς μουσικῆς, Πινδ. Π. 1. 21. ― Ἄχρηστον παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς. 2) ἐν τῇ Ἰατρικῇ, ληθαργικὴ κατάστασις, συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. 3. 1085· πρβλ. Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 458, Foes. Oecon., καὶ ἴδε ἐν λέξ. κάρος.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sommeil profond.
Étymologie: κοιμάω.

English (Autenrieth)

(κοιμάω): deep sleep.

English (Slater)


   1 repose καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματι (P. 1.12)