Ἀγαμεμνόνιος
French (Bailly abrégé)
α, ον :
v. Ἀγαμεμνόνειος.
English (Slater)
̆αγᾰμεμνόνιος
1 of Agamemnon Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά (P. 11.20)
Spanish (DGE)
(Ἀγᾰμεμνόνιος) -α, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
de Agamenón ψυχά Pi.P.11.20, ἄλοχος A.A.1499, cf. E.IT 1115, Andr.1034.