βομβαύλιος

Revision as of 11:57, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_9)

English (LSJ)

ὁ, (βομβέω, αὐλός) comic compd. for ἀσκαύλης,

   A bagpiper, with play on βομβυλιός, Ar.Ach.866.

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, Sackpfeifer (an αὐλητής u. βομβυλιός erinnernd), Ar. Ach. 831 Vesp. 107.

Greek (Liddell-Scott)

βομβαύλιος: ὁ, (βομβέω, αὐλὸς) κωμικὸν σύνθετον ἀντὶ τοῦ ἀσκαύλης, ὁ τὸν ἄσκαυλον παίζων, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξ. βομβυλιός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 866, Σφηξ. 107.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fait résonner la flûte, joueur de flûte.
Étymologie: βόμβος, αὐλός.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ zumbaflautas comp. cóm. analóg. c. βομβυλιός Ar.Ach.866, Hsch.