διασμύχω

Revision as of 11:59, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

German (Pape)

[Seite 602] durchschmauchen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διασμύχω: ἐπιτεταμ. σμύχω, εἰ πῦρ ἀχύροις ὑποκρυφθείη τέως μὲν ἔνδοθεν διασμύχει τῇ καύσει τὰ παρακείμενα, φλὸξ δὲ κατὰ τὸ φαινόμενον οὐκ ἐκδίδοται Γρηγ. Νύσσ. 1 σ. 826D· τοῦ πένθους οἱονεὶ πυρός τινος ἔνδοθεν αὐτῶν τὰς ψυχὰς διασμύχοντος αὐτόθι 2, σ. 196. ‒ Παθ., πῦρ διασμυχόμενον Φίλων 2. 143.

Spanish (DGE)

1 quemar, consumir lentamente o a fuego lento (πῦρ) διασμύχει ... τὰ παρακείμενα Gr.Nyss.M.44.1288A, cf. Hom.in Cant.72.2, de la fiebre ἔνδοθεν ἔτι τὸ σῶμα τοῦ πυρετοῦ διασμύχοντος Gr.Nyss.M.46.1132A, fig. τοῦ πένθους οἱονεὶ πυρός τινος ἔνδοθεν αὐτῶν τὰς ψυχὰς διασμύχοντος Gr.Nyss.V.Macr.400.8, cf. M.46.84C.
2 intr. en v. med. consumirse, arder lentamente πῦρ διασμυχόμενον Ph.2.143.