ή, όν,
A = διάπριστος, Hp.VC21.
διαπρῑωτός: -ή, -όν, = διάπριστος, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 912.
-ή, -όνserrado, medic. del cráneo trepanado Hp.VC 21.