διαμαρτύρομαι

Revision as of 12:06, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

[ῡ], aor. 1 -μαρτῡράμην: pf. -μεμαρτύρημαι [ῠ], Dep.:—abs.,

   A call gods and men to witness, protest solemnly, esp. in case of falsehood or wrong, βοᾶν καὶ δ. D.18.23,143; δ. μή .., c. inf., Id.33.20; δ. ὅπως μή .., c. fut., Id.42.28; δ. τινὶ μὴ ποιεῖν protest against his doing, Aeschin.2.89: c. inf., Plb.1.33.5,al.; call to witness, ὑμῖν τὸν οὐρανόν LXXJu.7.28.    2 generally, protest, asseverate, Pl.Phd.101a, etc., PSI4.422(iii B.C.): c. acc., bear witness to, τὸ εὐαγγέλιον Act.Ap.20.24; testify, LXXDe.32.46, al.; τῇ Ἱερουσαλὴμ τὰς ἀνομίας αὐτῆς ib.Ez.16.2.    3 abs., beg earnestly of one, conjure him, X.Cyr.7.1.9; δ. καὶ παρακαλεῖν Act.Ap.2.40; δ. τινὰ ἵνα . . 1 Ep.Ti.5.21.

German (Pape)

[Seite 589] 1) dep. med., Götter u. Menschen zu Zeugen anrufen, beschwören, gegen erlittenes Unrecht od. falsche Anklage, seq. μή, c. inf., Dem. 33, 20 u. öfter, ὅπως μὴ φανήσονται 42, 28. – 2) bezeugen, Plat. Phaedr. 260 e Phaed. 100 e. – 3) auch = beschwören, dringend bitten, Xen. Cyr. 7, 1, 17; μὴ ποιεῖν, das nicht zu thun, Pol. 1, 33, 5. 3, 15, 5 u. Sp.; καὶ κωλύειν 3, 110, 4.

Greek (Liddell-Scott)

διαμαρτύρομαι: [ῠ], ἐπικαλοῦμαι θεοὺς καὶ ἀνθρώπους μάρτυρας, ἰδίως ἐν περιπτώσει ψευδολογίας ἢ ἀδικήματος, Λατ. obtestari, Δημ. 232. 28., 275. 17, κτλ.· δ. μὴ..., μετ᾽ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 899. 5· δ. ὅπως μὴ..., μετὰ μέλλ., ὁ αὐτ. 1047. 24· - τινι μὴ ποιεῖν, διαμαρτύρομαι, ἐγείρω ἔνστασιν ἐναντίον τῆς πράξεως, ἣν μέλλει τις νὰ πράξῃ, Αἰσχίν. 40. 9, καὶ συχνὸν παρὰ Πολυβ. 2) καθόλου, ἐπιμαρτύρομαι, σοβαρῶς διακηρύττω, Πλάτ. Φαίδωνι 101Α, κτλ. 3) ἀπολ., ζητῶ ἐπιμόνως παρά τινος, ἐξορκίζω, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 9. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468.

French (Bailly abrégé)

1 protester en prenant les dieux et les hommes à témoin;
2 p. ext. protester, affirmer en gén.
3 protester pour empêcher, interdire par une protestation.
Étymologie: διά, μαρτύρομαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [tb. tard. v. act. διαμαρτύρω Thdt.M.80.1868B, Chrys.M.59.85]
I posit.
1 asegurar mediante testigos προὔλεγον καὶ διεμαρτυρόμην dije públicamente y aseguré con testigos D.6.29, c. inf. διεμαρτύρετ' ἐξάγειν aseguró por medio de testigos que intentaba echarle D.32.19
tb. v. act. c. ac. poner por testigo διεμάρτυρε αὐτοῖς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν puso ante ellos el cielo y la tierra por testigos Thdt.l.c.
c. dat. ser testimonio ante alguien ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς Eu.Luc.16.28
tb. v. act. διαμάρτυρε τῷ λαῷ τούτῳ Chrys.l.c.
2 aseverar con pasión, asegurar, declarar c. ὅτι, διότι: διαμαρτύροιο ἂν ὅτι ... Pl.Phd.101a, cf. Phdr.260e, Chrm.174e, διαμαρτύρονται οἱ γεωργοὶ διότι «τὸ ὕδωρ ἀφίομεν ...» PCair.Zen.467.9, cf. PSI 422.7 (III a.C.), c. ac. τοὺς παραβαίνοντας ὁποίας τίσουσι δίκας Thdt.M.80.1864B
abs. siendo suj. ‘la ley’ declarar solemnemente ὁ νόμος αὐτὸς διαμαρτύρεται D.34.42, cf. PLugd.Bat.20.58.9 (III a.C.).
3 rogar encarecidamente que, pedir con insistencia c. inf. Ῥωμαῖοι μὲν οὖν διεμαρτύροντο Ζακανθαίων ἀπέχεσθαι Plb.3.15.5, cf. 18.50.5, διεμαρτύραντο τοῖς ἐφόροις ἀποδιοπομπεῖσθαι πᾶν τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον Plu.Lys.17
pedir que c. ἵνα: διαμαρτύρομαι ... ἵνα ταῦτα φυλάξῃς te pido que observes estas cosas 1Ep.Ti.5.21, cf. PLond.1912.82 (I d.C.)
abs., X.Cyr.7.1.17.
4 dar testimonio de c. ac. τοὺς λόγους ... οὓς ἐγὼ διαμαρτύρομαι LXX De.32.46, διαμάρτυραι τῇ Ιερουσαλημ τὰς ἀνομίας αὐτῆς sé testigo para Jerusalén de sus pecados LXX Ez.16.2, τὸν λόγον τοῦ Κυρίου Act.Ap.8.25, τὸ εὐαγγέλιον Act.Ap.20.24
c. inf. dar testimonio de que διαμαρτυρόμενος τοῖς Ἰουδαίοις εἶναι τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν Act.Ap.18.5, c. ὅτι: ὅτι οὗτος ἐστιν ... κριτής Act.Ap.10.42, c. interr. indir. διαμαρτυράμενον ἐφ' οἵαν σπεύδουσι μεταβολήν I.AI 6.39
abs., c. otras constr. διεμαρτυράμην ἐν αὐτοῖς LXX 2Es.23.21, ἑτέροις τε λόγοις πλείοσιν διεμαρτύρατο y con otras muchas razones dio su testimonio, Act.Ap.2.40, πᾶσαι γλῶσσαι περὶ τούτου διαμαρτύρονται Mac.Aeg.Serm.B 60.3.3.
II neg. protestar c. ἐπί y dat. διαμαρτυρόμενος ... ἐπὶ τῷ τετολμηκέναι protestando por haber osado Plb.5.57.2, c. complet. c. ὡς Plu.Luc.24
c. μή e inf. protestar de, incitar a que no, prohibir que διαμαρτυραμένου τοῦ ἀνθρώπου ... μὴ ἀποφαίνεσθαι D.33.20, διαμαρτύρασθαι Φιλίππῳ ταῦτα μὴ ποιεῖν protestar ante Filipo de que hicieran estas cosas Aeschin.2.89, cf. Plb.1.33.5, διεμαρτύρετο μὴ βαδίζειν Plu.Crass.16, cf. D.S.15.52, μὴ διδόναι D.S.18.62, μὴ λογομαχεῖν 2Ep.Ti.2.14, c. ὅπως μή y fut. διεμαρτυρόμην ὅπως μή μοι ὕστερον κατεσκευασμένοι δανεισταὶ φανήσονται protestaba para que luego no me apareciesen deudores amañados D.42.28
abs. βοᾶν καὶ διαμαρτύρεσθαι D.18.23, cf. 143, διαμαρτυρομένων ἡμῶν D.44.37, Thphr.Fr.97.1, cf. D.48.46, D.S.15.43, Plu.Nic.12, c. ac. int. πολλὰ διαμαρτυρομένου ... τοῦ Λευκίου Plb.3.110.4.