αἰθής
English (LSJ)
ές,
A burning: αἰ. πέπλος the robe of Nessus, prov. of those who stir up στάσις, Cratin.88, cf. Zen. 1.33. (Perh. rather αἰθῆς, contr. for -ήεις.)
Greek (Liddell-Scott)
αἰθής: -ές, καίων, φλέγων· αἰθὴς πέπλος, ὁ χιτὼν τοῦ Ἡρακλέους, ἐντεῦθεν καὶ παροιμ. ἐπὶ δημαγωγοῦ, Παροιμιογρ., πρβλ. Meineke Κρατῖν. ἐν «Κλεοβουλίναις.» 4.
Spanish (DGE)
-ές
1 incendiario αἰ. πέπλος de la túnica de Neso, fig. de agitadores revolucionarios, Cratin.95, cf. Zen.1.33.
2 espléndido κάλυκες Cypr.4.6.
• Etimología: Deriv. en *-s de la raíz que se encuentra en αἴθω q.u.