εως, ἡ,
A possession of truth, S.E.M.7.394.
ἀλήθευσις: -εως, ἡ, = ἀλήθεια ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 394.
-εως, ἡveracidad οὔτε ἀ. τις ἔστιν οὔτε ἀπλανησία S.E.M.7.394.