ἀναπείθω

Revision as of 12:12, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

English (LSJ)

(Arc. ἀμπ- SIG306.59),

   A persuade, convince, X.Mem.1.2.52, al.:—Pass., Th.1.84.    2 persuade, move to do a thing, c. acc. pers. et inf., Hdt.1.124,156, etc.; foll. by Conj., ἀ. ὡς χρή . . Id.1.123; ἀ. λόγῳ ὅκως . . 1.37: c. dupl. acc., ἀ. τινά τι persuade one of a thing, Ar.Nu.77, cf. AP9.438 (Phil.).    3 seduce, mislead, τινά Hdt.3.148, 5.66, etc.; ἀ. χρήμασι, δώροις, bribe, Ar.Pax622, X.Cyr. 1.5.3; χρυσίον διδοὺς ἀναπείσεις ὅπως . . Ar.Eq.473, cf. PMagd.14.3, Act.Ap.18.13:—Pass., ἀναπεπεισμένος bribed, Ar.V.101.

German (Pape)

[Seite 201] 1) zu etwas Anderem überreden, umstimmen, Plat. Gorg. 493 a Hipp. min. 370 a. – 2) überreden, zu etwas bewegen, τοὺς ἀκούοντας δρᾶν τοῦτο Plat. Theaet. 166 c, wie schon Her. 7, 123; τινά τι, Ar. Nubb. 77; γνώμην ἀναπείσας Av. 460; χρήμασι, δώροις, bestechen, Pax 605; Xen. Cyr. 1, 5, 4, wo diesem πείθειν λόγοις entgegensteht; verführen, Mem. 3, 11, 10; Symp. 8, 20; aufwiegeln, Batrach. 122.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπείθω: μέλλ. -πείσω, καταπείθω τινὰ καὶ προσελκύω αὐτὸν πρὸς τὸ μέρος μου, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 52, καὶ ἀλλ.: - Παθ., Θουκ. 1. 84. 2) ἐν γένει, ἁπλῶς καταπείθω τινά, παρακινῶ αὐτὸν νὰ πράξῃ τι, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 124, 156, καὶ ἀλλ., καὶ Ἀττ., ἑπομένου συνδέσμου, ἀναπείθ. ὡς χρή... ὁ αὐτ. 1.123· ὡσαύτως, ἀναπείθ. λόγῳ ὅκως..., 1. 37· μετὰ διπλῆς αἰτιατ., ἀναπείθ. τινά τι, καταπείθω τινὰ ὡς πρός τι πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Νεφ. 77. 3) ἀποπλανῶ, ἐξαπατῶ, τινὰ Ἡρόδ. 3.148., 5. 66, Ξεν., κτλ., πληρέστερον, ἀν. χρήμασι, δώροις, διαφθείρω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 622, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 3· χρυσίον διδοὺς ἀναπείσεις ὅπως... Ἀριστοφ. Ἱππ. 473: - Παθ., ἀναπεπεισμένος, διεφθαρμένος διὰ χρημάτων, δωροδοκήσας, δηλ. δεχθεὶς δῶρα, ὁ αὐτ. Σφ. 101· πρβλ. πείθω ΙΙ. 3.

French (Bailly abrégé)

1 persuader : τινά qqn ; τι τινά qch à qqn;
2 en mauv. part séduire, corrompre : καὶ δώροις καὶ χρήμασιν ἀναπειθόμενοι XÉN persuadés, càd séduits par des présents et de l’argent.
Étymologie: ἀνά, πείθω.

Spanish (DGE)

I 1convencer, persuadir c. ac. de pers. ἴσως ἂν ἀναπείσαιμεν ἱκετεύοντέ νιν E.Hel.825, τοὺς νέους X.Mem.1.2.52, en v. pas. μὴ ἀναπεισθῆτε ὑπὸ τούτου Lys.6.55, ἀναπεισθεὶς ὑπὸ ὑμῶν Pl.Hp.Ma.304c, cf. Lg.941b, Th.1.84, Plu.2.38b.
2 c. constr. complet.: en tema de pres. o fut. incitar, inducir a, convencer de, en aor. sigmático lograr persuadir, convencer c. ac. de pers. e inf. τὸν δῆμον ἀναπείθουσι ψηφίζεσθαι inducen al pueblo a votar Lys.13.59, οὐκ ἀναπείσει μιν μεταβουλεύσασθαι Hdt.1.156, ἀναπείθουσι κωμῳδῆσαι τὸν Σωκράτη Ael.VH 2.13, τὴν γυναῖκα αὐτοῦ ἀνέπεισεν ὡς αὑτὸν ἐλθεῖν logró convencer a la mujer de aquél a ir a su casa Arist.Pol.1303b25, Πέρσας ... ἀναπείσας ἀπίστασθαι Hdt.1.124, ἵνα μὴ ἀναπείσῃ ... αὐτὸν ... κακὸν γενέσθαι Hdt.3.148, ἀνέπεισεν τὸν υἱὸν ... συγγράψασθαι PMagd.14.4 (III a.C.)
c. dos ac. persuadir a alguien de algo (ὁδός) ἣν ἢν ἀναπείσω τουτονί, σωθήσομαι (un camino) que si le persuado a cogerlo, estoy salvado Ar.Nu.77, γαστὴρ καὶ βαιοτάτους ἀνέπεισεν ... ἐρέτας el estómago convenció incluso a los más insignificantes a convertirse en remeros, AP 9.438 (Phil.)
c. conj. ἀνέπειθε ὡς χρή ... Hdt.1.123, λόγῳ ἀνάπεισον ὅκως ... convénceme con razones de que ... Hdt.1.37.
3 corromper, sobornar c. ac. en cont. peyorativos τὴν Πυθίην Hdt.5.66, ταῦτά μ' οὔτε ἀργύριον ... διδοὺς ἀναπείσεις Ar.Eq.473, χρήμασιν Ar.Pax 622, δώροις X.Cyr.1.5.3, ἀναπεπεισμένος sobornado Ar.V.101.
II en v. med. dejarse persuadir μετὰ τοῦ ἀληθοῦς σκοπῶν ἀναπειθέσθω Th.6.89, cf. Plb.29.4.3, Ar.V.278.