ἀξία
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, (ἄξιος)
A worth, value, τῶν φορτίων Hdt.4.196; τοῦ τιμήματος τῆς ἀξίας E.Hipp.623; ἡ ἀ. τοῦ δούλου Pl.Lg.936d; then, simply, money-value, price, amount, κατ' ἀξίην ἑκάστου ἀδικήματος ἐδικαίευ Hdt.1.100; ὑποτελέειν ἀξίην βασιλέϊ Id.4.201; τῆς ἀ. τιμᾶσθαι estimate the penalty at the real amount, Pl.Ap.36b, cf. e; τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης ἀπογράφεσθαι Id.Lg.845e; προσάπτειν ἑκάστῳ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἀ. τοῦ πάθους ib.876d; μὴ κατ' ἀξίαν τῆς οὐσίας X. Cyr.8.4.32; σκοποῦμαι . . εἰ ἄρα ὥσπερ τῶν οἰκετῶν, οὕτω καὶ τῶν φίλων εἰσὶν ἀξίαι Id.Mem.2.5.2; κατὰ τὴν τῆς ὀλιγωρίας ἀ. according to the amount of his neglect, Decr. ap. D.18.74; ἡ κατ' ἀ. ἰσότης proportionate equality, Arist.Pol.1302a8; τὸ κατ' ἀ. ἴσον ib.1301b30; παρὰ τὴν ἀ. Id.EN1122b29,al. 2 of persons, reputation, dignity, Th.6.68, D.13.18, cf. 18.63; ἡ τῆς ἀρχῆς ἀ. Pl.Lg.945b; ἡ τῆς ἀ. τιμή ib.744b; οἱ ἐπ' ἀξίας persons of dignity, official personages, Luc.Nigr.24; ἐξεπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀ. with great dignity, pomp, Plb.38.8.6; κατὰ δουλικὴν ἀξίαν κοσμεῖσθαι D.S.5.40. 3 generally, a man's due, merit, deserts, τὴν μὲν ἀ. οὐ λάμψεαι, ἐλάσσω δὲ τῆς ἀξίης Hdt.7.39; εἰ τῆς ἀ. ἐτύγχανες Ar.Av.1223; κατ' ἀξίαν according to desert or merit, duly, E.Hec.374, Pl.R.496a, cf. Phd.113e, al.; ὑπὲρ τὴν ἀ. beyond desert, undeservedly, E.HF146, D.2.3; παρὰ τὴν ἀ., οὐ κατ' ἀ., Th.7.77, cf. D.1.23. b penaliy, τὴν ἀ. ἀποτίνειν, ὑπέχειν, Luc. DMort.30.1, Pisc.8. 4 moral value, Stoic.3.30: pl., Cleanth.ib. 1.129. II estimate of a thing's worth, opinion, κατὰ τὴν ἰδίαν ἀ. D.S.14.10, cf. 107; esp. estimate of the moral value of actions, αἱ τῶν ἐκτὸς ἀξίαι Arr.Epict.1.2.7, cf. 1.25.17.
German (Pape)
[Seite 269] (s. ἄξιος), ἡ, Werth, Preis einer Sache, φορτίων Her. 4, 196; διπλασίαν τῆς ἀξίας τοῦ δούλου κομιζέσθω Plat. Legg. XI, 936 d; ἔλαττον τῆς ἀξίας, unter dem Preise, Xen. Mem. 1, 6, 11 u. öfter; dah. Census, Pol. 2, 62. Uebh. das Jedem Gebührende, ὑποτελεῖν τὴν ἀξίην βασιλέϊ Her. 4, 201; von verdientem Lobe, τῆς ἀξίας τιμήσομαι Plat. Apol. 36 b; τὴν ἀξίαν κομίζεσθαι Rep. X, 615 c; von verdienter Strafe, τὴν ἀξίην λαβεῖν Her. 7, 39; προσάπτειν ἑκἀστῳ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἀξίαν Plat. Legg. IX, 876 d; so τὴν ἀξίαν ἀποτίνειν, ὑπέχειν, Luc. Am üblichstensind die Vrbdgn κατ' ἀξίαν, nach Gebühr, nach Würdigkeit, Plat. u. Andere; μὴ κατ' ἀξίαν τῆς οὐσίας ὠφελεῖν τοὺς φίλους Xen. Cyr. 8, 4, 32, nicht in einer dem Vermögen angemessenen Weise; πρὸς τὴν ἀξίαν ib. 8, 4, 29; παρὰ τὴν ἀξίαν, ohne Verdienst, ohne Verschulden, Thuc. 7, 77; εὖ πράττειν Dem. 1, 23; δεδουλωμένοι 2, 28; ὑπὲρ τὴν ἀξίαν τὴν ἑαυτοῦ πεποίηκε 2, 3, wie Eur. Herc. fur. 146. – Würde, auch äußere, wie ἀξίωμα, ἐπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀξίας Pol. 39, 2; οἱ ἐπ' ἀξίας, die Würdenträger, Luc. Nigr. 24. – Bei den Stoikern das Sittlichgute, honestum. – Bei Sp. auch Verlangen, Wille, wie ἀξίωσις, κατὰ τὴν ἰδίαν ἀξίαν Diod. S. 14, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ἄξιος) ὡς καὶ νῦν, ἡ ἀξία πράγματός τινος, πρὶν ἂν σφι ἀπισωθῇ (ὁ χρυσὸς) τῇ ἀξίῃ τῶν φορτίων Ἡρόδ. 4. 196· ἀλλ’ ἀντιθέντας… τοῦ τιμήματος τῆς ἀξίας ἕκαστον Εὐρ. Ἱππ. 623· ἡ ἀξία τοῦ δούλου Πλάτ. Νόμ. 936D· τὸ ἁρμόζον, τὸ πρέπον, κατ’ ἀξίαν ἑκάστου ἀδικήματος Ἡρόδ. 1. 100· χρηματικὸν ποσόν, ὑποτελέειν… ἀξίην βασιλέϊ ὁ αὐτ. 4. 201· τῆς ἀξίας τιμᾶσθαι, τῆς πραγματικῆς ἀξίας, Πλάτ. Ἀπολ. 36Β, πρβλ. D. E· ἡ ἀξία τῆς βλάβης ὁ αὐτ. Νόμ. 845Ε· προσάπτειν ἑκάστῳ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἀξίαν τοῦ… πάθους αὐτόθι 876D· μὴ κατ’ ἀξίαν τῆς οὐσίας Ξεν. Κύρ. 8. 4, 32· σκοποῦμαι… εἰ ἄρα ὥσπερ τῶν οἰκετῶν, οὕτω καὶ τῶν φίλων εἰσὶν ἀξίαι ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2. 5, 2· κατὰ τὴν τῆς ὀλιγωρίας ἀξίαν, κατὰ τὸν βαθμὸν τῆς ἀμελείας του, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 249. 27· ἡ κατ’ ἀξίαν ἰσότης Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 1, 15· τὸ κατ’ ἀξίαν ἴσον αὐτόθι 5. 7, 8· παρὰ τὴν ἀξίαν ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 13 κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀξία, ὑπόληψις, βαθμός, τιμή, Θουκ. 6. 68, Δημ. 171. 13., 246. 1· ἡ τῆς ἀρχῆς ἀξία Πλάτ. Νόμ. 945Β· ἡ τῆς ἀξίας τιμὴ αὐτόθι 744Β· οἱ ἐπ’ ἀξίας, ἄνθρωποι ἀξίαν ἔχοντες, πρόσωπα ἐπίσημα, Λουκ. Νιγρ. 24· ἐξεπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀξίας, μετὰ μεγάλης μεγαλοπρεπείας, πομπῆς, Πολύβ. 39. 2, 6: ― καὶ ἐπὶ ἐναντίας σημασίας, δουλικὴ ἀξία, δουλικὴ κατάστασις, Διόδ. 5. 40. 3) καθόλου, ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, τὸ τὶ ἀξίζει, τὴν μὲν ἀξίαν οὐ λάμψεαι, ἐλάσσω δὲ τῆς ἀξίης Ἡρόδ. 7. 39· εἰ τῆς ἀξίας ἐτύγχανες Ἀριστοφ. Ὄρν. 1223· κατ’ ἀξίαν, ὅσον ἀξίζει, Εὐρ. Ἑκ. 374, Πλάτ. Πολ. 496Α, Φαίδων 113Ε, κ. ἀλλ.· ὑπὲρ τὴν ἀξίαν, περισσότερον ἢ ὅσον ἀξίζει τις, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 146, Δημ. 18. 23· παρὰ τὴν ἀξίαν, οὐ κατ’ ἀξίαν Θουκ. 7. 77, πρβλ. Δημ. 61. 1. 4) κατὰ τὴν τεχνικὴν γλῶσσαν τῶν Στωικῶν, ἡ ἀξία εἶναι τὸ ἀγαθόν, τὸ καλόν, honestum Heyne Ἐπίκτ. 36. ΙΙ. ἐκτίμησις τῆς ἀξίας πράγματός τινος, γνώμη, κατὰ τὴν ἰδίαν ἀξίαν Διόδ. 14. 10, πρβλ. 107· πρβλ. καὶ τὰς λέξ. ἀξιόω, ἀξίωμα.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. 1 prix ou valeur d’une chose : τοῦ τιμήματος τῆς ἀξίας ἕκαστον EUR chacun suivant l’estimation de la valeur (du don offert) ; κατ’ ἀξίαν, κατὰ τὴν ἀξίαν, πρὸς τὴν ἀξίαν selon le mérite ; παρὰ τὴν ἀξίαν, ὑπὲρ τὴν ἀξίαν au-delà ou au-dessus du mérite;
2 salaire, récompense, châtiment : τὴν ἀξίαν λαβεῖν XÉN recevoir son salaire, sa récompense ; τὴν ἀξίαν ἀποτίνειν LUC payer une faute, subir le châtiment dû ; τῆς ἀξίας τιμήσομαι PLAT je vais estimer la peine qui m’est due;
II. dignité, rang élevé, honneur.
Étymologie: ἄξιος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀξίη, -ης Hdt.4.196
A Ide cosas y abstr.
1 de cosas en venta o sometidas a valoración valor, precio ἀ. τῶν φορτίων Hdt.l.c., τοῦ δούλου Pl.Lg.936d, τὴν ἀ. τῆς βλάβης ἀπογραφόμενος consignando el valor del perjuicio Pl.Lg.845e, τὸ κατ' ἀ. ἴσον Arist.Pol.1301b30, παρὰ τὴν ἀ. Arist.EN 1122b27
•valoración, estimación, tasación de tierras, bienes PTeb.14.11 (II a.C.), 61b.98 (II a.C.), UPZ 218.2.10, 221.2.13 (II a.C.)
•fig. πρίασθαι ... τοῦ τιμήματος τῆς ἀ. comprar ... según el precio de la ofrenda E.Hipp.623, τῶν φίλων εἰσὶν ἀξίαι hay un precio de los amigos X.Mem.2.5.2, τίνα μὲν ἔχει ἀξίαν ὡς πρὸς τὸ ὅλον, τίνα δέ ὡς πρὸς τὸν ἄνθρωπον qué valor tiene en relación al Todo, qué valor en cuanto al Hombre M.Ant.3.11
•valor moral Chrysipp.Stoic.3.30, Cleanth.Stoic.1.129.
2 de abstr. magnitud κατ' ἀξίην ἑκάστου ἀδικήματος Hdt.1.100, ἀ. τῆς οὐσίας X.Cyr.8.4.32, κατὰ τὴν τῆς ὀλιγωρίας ἀξίαν Decr. en D.18.74.
3 abs. tributo debido ὑποτελέειν ... ἀξίην βασιλέϊ Hdt.4.201.
II de pers. y asimilados
1 c. gen. de acciones o abs. lo merecido a veces premio o castigo τῆς ἀξίας τυγχάνειν Ar.Au.1223, ἔχειν τὴν ἀ. Pl.Mx.239c, προσάπτειν ἑκάστῳ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἀ. τοῦ πάθους Pl.Lg.876d, κατ' ἀξίαν conforme a los méritos E.Hec.374, Pl.R.496a, LXX Si.10.28, Him.41.6, ὑπὲρ τὴν ἀ. inmerecidamente E.HF 146, D.2.3, παρὰ τὴν ἀ. Th.7.77, D.1.23, M.Ant.9.1, ἡ κατ' ἀξίαν ἰσότης igualdad con relación a los méritos Arist.Pol.1302a8, cf. UPZ 110.128 (II a.C.), τὴν μὲν ἀ. οὐ λάμψεαι no recibirás tu merecido Hdt.7.39, (ἀντιτιμήσομαι ...) τῆς ἀ. (propondré a cambio para mí) una pena justa Pl.Ap.36b, ἀποτίνειν τὴν ἀ. Luc.DMort.30.1, ὑπέχειν ... τὴν ἀ. Luc.Pisc.8, cf. Didym.in Iob.3.3-5 (p.170).
2 c. gen. de pers. o abs. reputación, dignidad Th.6.68, D.13.18, Chrysipp.Stoic.3.71, τοῦ γένους CIG 2771.1.8 (Afrodisias I d.C.), οἱ ἐπ' ἀξίας personas de dignidad Luc.Nigr.24, ἐξεπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀ. Plb.38.8.6, de la ciudad, D.18.63, τὴν τῆς ἀρχῆς ἀ. Pl.Lg.945b, τὴν τῆς ἀ. ... τιμήν Pl.Lg.744b
•bienestar εὔχομαι μείζονος ἀξίας γενέσθαι PFay.125.11 (II d.C.).
3 condición δουλική D.S.5.40.
B transf. de ἀξιόω estimación, opinión κατὰ τὴν ἰδίαν ἀ. D.S.14.10, cf. 107, αἱ τῶν ἐκτὸς ἀξίαι Arr.Epict.1.2.7, cf. 1.25.17.