ἀρχεσίμολπος

Revision as of 12:17, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A beginning the strain, Μοῦσα Stesich.77.

German (Pape)

[Seite 365] μοῦσα, gefangbeginnend, Stesichor. bei Ath. IV, 180 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχεσίμολπος: -ον, ἐπὶ Μούσης, ἡ ἀρχομένη τῆς μολπῆς, «καλεῖ Στησίχορος μὲν τὴν Μοῦσαν ἀρχεσίμολπον, Πίνδαρος δ’ ἀγησίχορα τὰ προοίμια» Ἀθήν. 180Ε (Στησίχ. 75).

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
que da comienzo al canto Μοῦσα Stesich.73.