ἀρχεσίμολπος
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A beginning the strain, Μοῦσα Stesich.77.
German (Pape)
[Seite 365] μοῦσα, gefangbeginnend, Stesichor. bei Ath. IV, 180 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχεσίμολπος: -ον, ἐπὶ Μούσης, ἡ ἀρχομένη τῆς μολπῆς, «καλεῖ Στησίχορος μὲν τὴν Μοῦσαν ἀρχεσίμολπον, Πίνδαρος δ’ ἀγησίχορα τὰ προοίμια» Ἀθήν. 180Ε (Στησίχ. 75).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que da comienzo al canto Μοῦσα Stesich.73.