βραδυπλοέω
English (LSJ)
A sail slowly, Act.Ap.27.7, Artem.4.30, AB225.
German (Pape)
[Seite 461] langsam schiffen, N. T.; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδυπλοέω: πλέω βραδέως, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 7, πρβλ. Α. Β. 255· - ούσιαστ. –πλοια, ἡ, βραδὺς πλοῦς, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
naviguer lentement.
Étymologie: βραδύς, πλόος.
Spanish (DGE)
navegar despacio, Act.Ap.27.7, Artem.4.30, AB 225.15.