διαπορεία
English (LSJ)
ἡ,
A procession of heavenly bodies, Pl.Epin.982c. II journey, metaph., ἡ τοῦ λόγου δ. Id.Criti.106a. III mediation, Id.Epin.984e.
German (Pape)
[Seite 597] ἡ, der Durchgang; Lauf der Gestirne, Plat. Epin. 982 c; übertr., λόγοο, das Dutchgehen, Auseinandersetzung, Critia. 106 a, vgl. Epin. 984 e.
Greek (Liddell-Scott)
διαπορεία: ἡ, ἡ διὰ μέσου τοῦ οὐρανοῦ ἢ ἀνὰ τὸν οὐρανὸν κίνησις, ἐπὶ τῶν ἀστέρων. Πλάτ. Ἐπιν. 984Ε. ΙΙ. μακρὰ πορεία· μεταφ., ἡ τοῦ λόγου δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 106Α.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 trayectoria, recorrido ἄστρα τε καὶ συμπᾶσα ... ἡ δ. los astros y el movimiento universal Pl.Epin.982c
•fig. ἐκ τῆς τοῦ λόγου διαπορείας ... ἀπήλλαγμαι me he liberado de la trayectoria del discurso Pl.Criti.106a.
2 cruce, travesía μὴ προσαγέτω εἰ μὴ διαπορείας ἕνεκεν que no conduzca tropas, a no ser que estén en tránsito, IKnidos 31.3.13 (II/I a.C.), de un río, Philostr.VA 2.15.
3 mediación τῆς εὐφήμου διαπορείας de un demon, Pl.Epin.984e.