ἐξακόντισμα

Revision as of 12:30, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A jet, αἵματος Sch.Od.22.19.

German (Pape)

[Seite 865] τό, das Heraus-, Fortgeschleuderte, Schol. Od. 22, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰκόντισμα: τό, τὸ ἐξακοντιζόμενον, «ἐξακόντισμα αἵματος» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 19, πρβλ. Σουΐδ ἐν λ. αὐλός.

Spanish (DGE)

-ματος, τό chorro αἵματος Sch.Od.22.19.