absoluto
Spanish > Greek
αὔταρχος, ἐντελής, αὐτεξούσιος, ἀόριστος, αὐτοκρατορικός, ἄσχετος, ἀκραιφνής, ἀσύμπλοκος, ἀσύζυγος, ἐλαχύς, ἀνυπόθετος, ἀπολυτικός, ἀπολύω, ἀπόλυτος, ἅπας, ἁπλόος
αὔταρχος, ἐντελής, αὐτεξούσιος, ἀόριστος, αὐτοκρατορικός, ἄσχετος, ἀκραιφνής, ἀσύμπλοκος, ἀσύζυγος, ἐλαχύς, ἀνυπόθετος, ἀπολυτικός, ἀπολύω, ἀπόλυτος, ἅπας, ἁπλόος