ἀνθρωπόχειρον
English (LSJ)
τό,
A herb of mercury (= πενταδάκτυλον, ἑρμοδάκτυλον, Ps.-Dsc.), Cat. Cod.Astr.8(3).162:—also ἀνθρωπό-χειρ, ὁ, ib.7.234.
τό,
A herb of mercury (= πενταδάκτυλον, ἑρμοδάκτυλον, Ps.-Dsc.), Cat. Cod.Astr.8(3).162:—also ἀνθρωπό-χειρ, ὁ, ib.7.234.