εὐσεβής

Revision as of 10:29, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

English (LSJ)

ές (dat. pl. -

   A σεβέοις IG5(1).1390.5 (Andania)), (σέβω) pious, religious, opp. δυσσεβής (q.v.), Thgn.1141, Hdt.2.141, Pi.O.3.41; τρόπος Ar.Ra. 457 (lyr.): not common in early Prose, Gorg.Fr.6D., Pl.Phlb.39e; dutiful, esp. discharging sacred duties, πρός or ἔς τινα, A.Supp.340, E. El.253; ἀνὴρ εὐ. (v.l. εὐλαβής) κατὰ τὸν νόμον Act.Ap.22.12; εὐ. καὶ φοβούμενος τὸν θεόν ib.10.2: c.acc. modi, -εστέρα χεῖρα more righteous in act, A.Ch.141; εὐσεβεῖς κἀξ εὐσεβῶν βλαστόντας S.El.589; ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος, of a place in the nether world, Pl.Ax.371c; ἐν εὐσεβέων (sc. χώρῳ) Call.Epigr.12, cf. Sammelb.2048 (ii b.c.).    b Astrol., αἱ τῶν εὐσεβῶν μοῖραι Cat.Cod.Astr.8(4).227.    2 as epith. of Emperors, = Pius, IGRom.3.91 (iii A.D.), al., PGrenf.1.49.28 (iii A.D.), PHamb.1.13.2 (iii A.D.), etc.; esp. of Antoninus Pius, IGRom.3.1293, al.    b of taxes, etc., due to the Emperor, BGU917.15 (iv A.D.), etc.    3 metaph., of a piece of land, dutiful, i.e. productive, ἀγρὸν -έστερον γεωργεῖν οὐδ' ἕνα οἶμαι Men.Georg.35.    II ofacts, things, etc., holy, sacred, ταῦτά μοὐστὶν εὐσεβῆ θεῶν πάρα A.Ch.122; εὐ. χρηστηριον E.El.1272; ἐν εὐσεβεῖ [ἐστι] c.inf., Id.Hel.1277; τὸ εὐ., = εὐσέβεια, S.OC1125, E.Tr.43; τὸ ὑμέτερον εὐ. Antipho 5.96; τοὐμὸν εὐ. E.Hipp.656; τιτῶν ἐν ἀνθρώποις εὐσεβῶν παραβαίνειν Philipp. ap. D.18.157.    III Adv. εὐσεβέως, Att. -βῶς, Pi.O.6.79, etc.; εὐσεβῶς ἔχει, for εὐσεβές ἐστι, S.OT1431, D.19.212: Comp. -έστερον X.Mem. 4.3.16: Sup. -έστατα Isoc.4.33.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσεβής: -ές, (σέβω) Λατ. pius, ὡς καὶ νῦν, θρῆσκος, εὐλαβής, ὅσιος, ἀντίθετον τῷ δυσσεβὴς (ὃ ἴδε), Θέογν. 1137, Ἡρόδ. 2. 141, Πινδ. Ο. 3. 73, καὶ Ἀττ., ἀλλ’ οὐχὶ κοινὸν παρὰ πεζολόγοις, Πλάτ. Φιλ. 39Ε: πιστὸς εἰς τὰ ἑαυτοῦ καθήκοντα, ἰδίως ἐκπληρῶν ἱερὰ καθήκοντα, πρὸς ἢ ἔς τινα Αἰσχύλ. Ἱκ. 339, Εὐρ. Ἠλ. 253

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 pieux, qui marque des sentiments de piété (religieuse ou filiale, etc.) ; τὸ εὐσεβές la piété;
2 p. ext. innocent, irréprochable en gén;
Cp.
εὐσεβέστερος, Sp. εὐσεβέστατος.
Étymologie: εὖ, σέβομαι.

English (Slater)

εὐσεβής
   1 dutiful, pious εὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντας μακάρων τελετάς (O. 3.41) “Πηλέι ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον” (I. 8.40) adv., -έως. έως, ἐδώρησαν θεῶν κάρυκα λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν εὐσεβέως (O. 6.79)

Spanish

piadoso