ἐξέρχομαι

Revision as of 10:30, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

English (LSJ)

fut. -ελεύσομαι (but in Att. ἔξειμι (A) supplies the fut., also impf. ἐξῄειν): aor. 2 ἐξῆλθον, the only tense used in Hom.:—

   A go or come out of, c. gen.loci, τείχεος, πυλάων, πόληος, Il.22.237,413,417; ἐκ δ' ἦλθε κλισίης 10.140; ἐ. δωμάτων, χθονός, etc., A.Ch.663, S.El. 778, etc.; ἐ. ἐκ . . Hdt.8.75, 9.12, S.OC37, etc.; ἔξω τῆσδ' . . χθονός E.Ph.476; of an actor, come out on the stage, Ar.Ach.240, Av.512: abs., come forth, ἐ. καὶ ἀμῦναι Il.9.576.    b rarely c. acc., ἐξῆλθον τὴν Περσίδα χώραν Hdt.7.29; ἐ. τὸ ἄστυ Id.5.104, cf.Arist.Pol.1285a5, LXXGe.44.4.    c abs., march out, go forth, Th.2.11, etc.; ἐπί τινα Hdt.1.36.    d of an accused person, withdraw from the country to avoid trial, opp. φεύγω, D.23.45.    e ἐ. ὑπηρέτης to be commissioned to carry out an order of the court, Mitteis Chr.89.36(ii A.D.), etc.    f c. acc. cogn., go out on an expedition, etc., ἐ. ἐξόδους X.HG1.2.17; στρατείαν Aeschin.2.168; so παγκόνιτ' ἐ. ἄεθλ' ἀγώνων went through them, S.Tr.506 (lyr.); νίκης ἔχων ἐξῆλθε . . γέρας Id.El.687.    g with Preps., ἐ. ἐπὶ θήραν, ἐπὶ θεωρίαν, etc., X.Cyr.1.2.11, Pl.Cri.52b, etc.; ἐπὶ πλεῖστον ἐ. pursue their advantages to the utmost, Th.1.70; εἰς τόδ' ἐ. ἀνόσιον στόμα allow oneself to use these impious words, S. OC981; also ἐ. εἴς τινας come out of one class into another, as εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας, opp. ἔφηβοι, X.Cyr.1.2.12.    h of disease, pass off, ἢν ἐκ τοῦ ἄλλου σώματος ἡ νοῦσος ἐξεληλύθῃ Hp.Morb.2.13.    i of offspring, issue from the womb, τὰ μὲν τετελειωμένα, τὰ δὲ ἀτελῆ ἐ. Arist.Pr.896a18; ἐκ τῆς γαστρός M.Ant.9.3.    2 ἐ. εἰς ἔλεγχον stand forth and come to the trial, E.Alc.640; ἐς χερῶν ἅμιλλαν ἐ. τινί Id.Hec.226: abs., stand forth, be proved to be, ἄλλος S.OT1084; come forth (from the war), Th.5.31.    3 c. acc. rei, execute, ἃ ἂν . . μὴ ἐξέλθωσιν (v.l. for ἐπεξ-) Id.1.70; τὸ πολὺ τοῦ ἔργου ἐξῆλθον (v.l. for ἐπεξ-) Id.3.108.    4 abs., exceed all bounds, Pl.Lg.644b; so ἐ. τὰ νόμιμα Nymphis15.    5 with acc. of the instrument of motion, ἐ. οὐδὲ τὸν ἕτερον πόδα Din.1.82.    II of Time, come to an end, expire, Hdt.2.139, S.OT735, PRev.Laws 48.9 (iii B.C.), etc.; τοῦ ἐξελθόντος μηνός Hyp.Eux.35; ἐπειδὰν . . ὁ ἐνιαυτὸς ἐξέλθῃ Pl.Plt.298e; ἐλέγοντο αἱ σπονδαὶ ἐξεληλυθέναι X.HG5.2.2.    2 of magistrates, etc., go out of office, ἡ ἐξελθοῦσα βουλή Decr. ap. And.1.77, cf. Arist.Pol.1273a16.    III of prophecies, dreams, events, etc., to be accomplished, come true, ἐς τέλος ἐ. Hes.Op.218: abs., τὴν ὄψιν συνεβάλετο ἐξεληλυθέναι Hdt.6.108, cf. 82; ἐξῆλθε (sc. ἡ μῆνις) was satisfied, Id.7.137; ἰσόψηφος δίκη ἐξῆλθ' ἀληθῶς A.Eu.796; κατ' ὀρθὸν ἐ. come out right, S.OT88; ἀριθμὸς οὐκ ἐλάττων ἐ. X.HG6.1.5; of persons, μὴ . . Φοῐβος ἐξέλθη σαφής turn out a true prophet, S.OT1011.    2 of words, proceed, παρά τινος Pl.Tht.161b; of goods, to be exported, Id.Alc.1.122e.

German (Pape)

[Seite 878] (s. ἔρχομαι), 1) aus-, herausgehen; gew. mit dem gen. des Orts, ἐκ δ' ἦλθε κλισίης Il. 10, 104, wie Od. 21, 190; ἐξελθέτω τις δωμάτων Aesch. Ch. 652; τῆσδε χθονός Soph. El. 768; οἴκων Eur. Hec. 174; mit praeposit., ἐκ τῆσδ' ἕδρας Soph. O. C. 37; ἔξω τῆσδε χθονός Eur. Phoen. 479; ἐξεληλυθότες ἐκ Σπάρτης Her. 9, 12; οὐκ ἐπὶ θεωρίαν πώποτε ἐκ τῆς πόλεως ἐξῆλθες Plat. Crit. 52 b; Phaed. 59 d; ὅθεν, ἐνθένδε, Tim. 79 b Crit. 44 e; absolut, fortgehen, ausziehen, Il. 9, 476; ἔξελθε πρὸς Λέρνης λειμῶνα Aesch. Prom. 655; ἐπὶ φορβῆς νόστον ἐξελήλυθεν Soph. Phil. 43; ἔξελθ' ἀμείψας στέγας 1246; ἐπὶ φόνον Eur. Or. 608; εἰς ἔλεγχον, geprüft werden, Alc. 650; ἐς χερῶν ἅμιλλάν τινι, ins Handgemenge gerathen, Hec. 226; vom Heere, Thuc. 2, 21; Xen. Hell. 7, 5, 6 u. A.; ἔξοδον Xen. Hell. 1, 2, 17, στρατείαν Aesch. 2, 168; ἄεθλα, Soph. Tr. 505, den Kampf bestehen; anders ist der acc. ἐξῆλθον τὴν Περσίδα χώραν, aus dem Lande, Her. 7, 29; vgl. Arist. pol. 3, 14; οὐκ ἂν ἔφασκεν ἐκ τῆς πόλεως ἐξελθεῖν οὐδὲ τὸν ἕτερον πόδα Din. 1, 82, auch nicht mit einem Fuße. – Auch von leblosen Dingen, οὐδεὶς τῶν λόγων ἐξέρχεται παρ' ἐμοῦ Plat. Theaet. 161 b; ὅθεν ἐξῆλθε τὸ πνεῦμα Tim. 79 b; von Krankheiten, die den Menschen verlassen, Hippocr. – Von der Zeit, vergehen, verstreichen, τίς χρόνος τοῖσδ' ἐστὶν οὑξεληλυθώς; Soph. O. R. 735; Her. 2, 139; ἐλέγοντο αἱ σπονδαὶ ἐξεληλυθέναι, abgelaufen, Xen. Hell. 5, 2, 2; ἐπειδὰν ὁ ἐνιαυτὸς ἐξέλθῃ Plat. Polit. 298 e; Phaed. 108 e; Xen. An. 7, 5, 4 u. A. – Das Maaß überschreiten, εἴ ποτ' ἐξέρχεται, δυνατὸν δ' ἐστὶν ἐπανορθοῦσθαι Plat. Legg. I, 644 b; τὰ νόμιμα, übertreten, Ath. XII, 536 a. – 2) ausgehen, in Erfüllung gehen. εἰς τέλος ἐξέρχεσθαι Hes. O. 215; μή μοι Φοῖβος ἐξέλθῃ σαφής Soph. O. R. 1011, Schol. μὴ οἱ χρησμοὶ τοῦ Φοίβου τελεσθῶσι; so von Träumen u. Orakeln, Her. 6, 82, ταύτῃ τὴν ὄψιν συνεβάλετο ἐξεληλυθέναι 107; ähnl. ἰσόψηφος δίκη ἐξῆλθ' ἀληθῶς Aesch. Eum. 763; τὰ δύσφορα εἰ τύχοι κατ' ὀρθὸν ἐξελθόντα, wenn es gut ausschlägt, Soph. O. R. 88; τοιόσδε δ' ἐκφὺς οὐκ ἂν ἐξέλθοιμ' ἔτι ποτ' ἄλλος, ich möchte wohl nicht anders werden, ib. 1084; ἀριθμὸς καὶ ἄλλοθεν οὐκ ἐλάσσων ἐξέλθοι, wo auch wir »her-»auskommen« sagen, Xen. Hell. 6, 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέρχομαι: μέλλ. -ελεύσομαι (παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. ὡς μέλλ. παραλαμβάνεται τὸ ἔξειμι, καθὼς καὶ ὡς παρατατ., τὸ ἐξήειν): ἀόρ. ἐξῆλθον, ὁ μόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. χρόνος: Ἀποθ. Ἐκβαίνω ἔκ τινος τόπου, ἐξέρχομαι, μετὰ γεν. τόπου, δόμων, πόληος, πυλάων, τείχεος Ὅμ.· ἐκ δ’ ἦλθε κλισίης Ἰλ. Κ. 140· ἐξέρχεσθαι δωμάτων, χθονός, κτλ.· Αἰσχύλ. Χο. 663, κτλ.· ἐξ. ἐκ... Ἡρόδ. 8. 75, 9. 12, Σοφ. Ο. Τ. 37, κτλ., ἔξω... Εὐρ. Φοίν. 476· ἐπὶ ὑποκριτοῦ, παρουσιάζομαι ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 240, Ὄρν. 512. β) σπανίως μετ’ αἰτ., ὡς τὸ Λατ. egredi, ἐξῆλθον τὴν Περσίδα χώραν Ἡρόδ. 7. 29· ἐξ. τὸ ἄστυ ὁ αὐτὸς 5. 104, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 3. γ) ἀπολ., ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ, Ἰλ. Ι. 576, Θουκ. 2. 21, κτλ: ὡσαύτως = ἐξέρχομαι κατά τινος, ἐπ’ αὐτὸν ἐξελθόντες Ἡρόδ. 1. 36· ἀλλ’ ἐπὶ ἀνθρώπου πράξαντος ἀκούσιον φόνον, μεθίσταμαι, ἀπέρχομαι ἐκ τῆς χώρας ὅπως ἀποφύγω τὴν δίκην, Λατ. exulare, οὕτω δὲ ἀντιτίθεται τῷ φεύγω, τῷ ἐξεληλυθότων εἰπεῖν, ἀλλὰ μὴ πεφευγότων Δημ. 634. 21. δ) μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐξέρχομαι εἰς ἐκστρατείαν, κτλ.· ἐξ. ἔξοδον Ξεν. Ἑλλην. 1. 2, 17· στρατείαν Αἰσχίν. 50. 34· οὕτω, παγκόνιτά τε ἐξῆλθον ἄεθλ’ ἀγώνων, διεξῆλθον, Σοφ. Τρ. 505, νίκης ἔχων ἐξῆλθε... γέρας, ὁ αὐτὸς Ἠλ. 687· νόστον ἐξ. (ἴδε νόστος) ὁ αὐτὸς Φιλ. 43. ε) μετὰ προθ., ἐξ. ἐπὶ θήραν, ἐπὶ θεωρίαν, κτλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 11, κτλ.· κρατοῦντες τὸν ἐχθρὸν ἐπὶ πλεῖστον ἐξέρχονται, ἐπεκτείνουσι τὰς ἐκ τῆς νίκης ὠφελείας ἐπὶ πλεῖστον, Θουκ. 1. 70· σοῦ γ’ εἰς τόδ’ ἐξελθόντος ἀνόσιον στόμα, ἀφοῦ παρεξετράπῃς τόσον ὥστε νὰ ἐκβάλῃς τοῦ στόματός σου τόσον ἀνοσίους λόγους, Σοφ. Ο. Κ. 981· ὡσαύτως, ἐξέρχεσθαι εἴς τινας, ἐξέρχεσθαι ἔκ τινος τάξεως καὶ μεταβαίνειν εἰς ἄλλην, ὡς ἐξέρχονται εἰς τοὺς τελείους ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἐφήβων δηλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 12. 2) ἔδειξας εἰς ἔλεγχον ἐξελθὼν ὃς εἶ, παρουσιασθεὶς εἰς ἔλεγχον, δοκιμασθεὶς ἔδειξας τίς εἶσαι, Εὐρ. Ἄλκ. 640· μήτ’ ἐς χερῶν ἅμιλλαν ἐξέλθῃς ἐμοί, μήτε νὰ τολμήσῃς νὰ ἔλθῃς εἰς ἅμιλλαν χειρῶν ἐναντίον μου, Εὐρ. Ἑκ. 226: ― γίνομαι, ἀποδείκνυμαι, τοιόσδε δ’ ἐκφὺς οὐκ ἂν ἐξέλθοιμ’ ἔτι ποτ’ ἄλλος Σοφ. Ο. Τ. 1084· παύομαι, ἀντίθετον τῷ καθίσταμαι, ἃ ἔχοντες ἐς τόν... πόλεμον καθίσταντο... ταῦτα ἔχοντας καὶ ἐξελθεῖν Θουκ. 5. 31. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπιτελῶ, καὶ ἃ μὲν ἐπινοήσαντες μὴ ἐξέλθωσιν οἰκεῖα στέρεσθαι ἡγοῦνται Θουκ. 1. 70· τὸ πολὺ τοῦ ἔργου ἐξῆλθον ὁ αὐτὸς 3. 108· πρβλ., ἐπεξέρχομαι ΙΙ. 2. 4) ἀπολ., ἐξέρχομαι τῆς εὐθείας ὁδοῦ, «παραστρατῶ», Πλάτ. Νόμοι 644Β· οὕτω καί, τὰ τῆς Σπάρτης ἐξελθὼν νόμιμα, παραβάς, Νύμφις παρ’ Ἀθην. 536Α. 5) μετ’ αἰτ. τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως, ἐξελθεῖν πόδα Δείναρχ. 100. 35· πρβλ. βαίνω ΙΙ. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι, λήγω, ἀλλὰ γάρ οἱ ἐξεληλυθέναι τὸν χρόνον ὁκόσον κεχρῆσθαι ἄρξαντα Αἰγύπτου ἐκχωρήσειν Ἡρόδ. 2. 139· χρόνος οὑξεληλυθὼς Σοφ. Ο. Τ. 735· τοῦ ἐξελθόντος μηνὸς Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 44· ἐπειδάν... ὁ ἐνιαυτὸς ἐξέλθῃ Πλάτ. Πολιτικ. 298Ε· ἐλέγοντο δὲ καὶ αἱ σπονδαὶ ἐξεληλυθέναι Ξεν. Ἑλλην. 5. 2, 2· ἐπὶ νόσου, Ἱππ. 465. 49. 2) ἐπὶ πολιτικῶν ἀρχῶν ὧν ἡ περίοδος ἔληξεν, ἡ ἐξελθοῦσα βουλή, ψήφισμα παρ’ Ἀνδοκ. 10· 37, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 7. ΙΙΙ. ἐπὶ προφητειῶν, ἐνυπνίων, συμβεβηκότων, κτλ., ἀληθεύω, ἐκπληροῦμαι, Λατ. exire, evenire, ἐς τέλος ἐξελθοῦσα, «πληρωθεῖσα καιρῷ τινι» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 216· ἀπολ., τὴν ὄψιν συνεβάλετο ἐξεληλυθέναι Ἡρόδ. 6. 107, πρβλ. 82· οὐδ’ ἐπαύσατο (ἡ μῆνις αὐτοῦ) πρὶν ἢ ἐξῆλθε, ἱκανοποιήθη, ὁ αὐτὸς 7. 137· οὕτως, ἰσόψηφος δίκη ἐξῆλθ’, ἐγένετο, Αἰσχύλ. Εὐμ. 795· εἰ τύχοι κατ’ ὀρθὸν ἐξελθόντα, νὰ τελειώσωσι καλῶς, Σοφ. Ο. Τ. 88· ἀριθμὸς μὲν γάρ, ἔφη, καὶ ἄλλοθεν οὐκ ἂν ἐλάττων ἐξέλθοι, δυνατὸν νὰ στρατολογηθῇ καὶ ἄλλοθεν οὐχὶ μικρότερος ἀριθμὸς στρατιωτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 5· ἐντεῦθεν ἐπὶ προσώπων, ταρβῶν γε μή μοι Φοῖβος ἐξέλθῃ σαφής, φοβούμενος μήπως ὁ Φοῖβος φανῇ δι’ ἐμὲ ἀληθὴς προφήτης, Σοφ. Ο. Τ. 1011· ἐξέρχομαι εἰς φῶς, γεννῶμαι, τὰ μὲν τετελειωμένα, τὰ δὲ ἀτελῆ ἐξέρχεται Ἀριστ. Πρβλ. 10. 46. 2) ἐπὶ λόγων, οὐδεὶς τῶν λόγων ἐξέρχεται παρ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἀεὶ παρὰ τοῦ ἐμοὶ προσδιαλεγομένου Πλάτ. Θεαίτ. 161Β· ἐπὶ χρημάτων, ἐξέρχεται δὲ οὐδαμόσε (τὸ χρυσίον καὶ ἀργύριον ἐκ Λακεδαίμονος) ὁ αὐτὸς Ἀλκ. 1. 122Ε.

French (Bailly abrégé)

f. ἔξειμι, ao.2 ἐξῆλθον, pf. ἐξελήλυθα;
aller hors de :
I. en parl. de pers.
1 sortir, avec le gén. : πόληος IL, τείχεος IL, οἴκων EUR sortir d’une ville, d’un rempart, d’une maison ; rar. avec l’acc. ἐξ. τὸ ἄστυ HDT, χώρην HDT sortir de la ville, d’un pays ; fig. ἐκ τῶν ἐφήβων εἰς τοὺς τελείους XÉN sortir de la classe des éphèbes pour entrer dans celle des hommes faits;
2 sortir pour aller au loin, partir : ἐπὶ θήραν XÉN pour la chasse ; avec idée d’hostilité ἐπί τινα marcher contre qqn ; ἐξ. ἔξοδον XÉN partir ; ἐξ. στρατείαν ESCHN partir pour une expédition ; νόστον ἐξ. SOPH partir pour retourner;
3 en venir à : ἐς χερῶν ἄμιλλόν τινι EUR à lutter avec qqn ; εἰς ἔλεγχον EUR à une preuve ; avec l’acc. : τι à qch ; exécuter, accomplir qch;
4 sortir d’une épreuve, d’un examen ; être prouvé, démontré : ἄλλος ἐξέρχομαι SOPH je sors de là autre, il résulte de là, il est établi par là que je deviens autre;
II. en parl. de choses;
1 sortir, se faire jour, avoir une issue, aboutir ; en parl. d’événements, d’oracles, de songes arriver à son terme : κατ’ ὀρθὸν ἐξ. SOPH avoir une heureuse issue ; ἐξῆλθε ἡ μῆνις HDT sa vengeance fut satisfaite;
2 en parl. du temps être passé, écoulé.
Étymologie: ἐξ, ἔρχομαι.

English (Autenrieth)

aor. ἐξῆλθον: come or go out, march forth, Il. 9.476, ; πόληος, ‘out of the city,’ τείχεος, θύραζε, Od. 19.68.

Spanish

tener éxito, poseer eficacia mágica