παροικέω

Revision as of 17:47, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

   A dwell beside, c. acc., ἀπὸ Κνίδου μέχρι Σινώπης τὴν Ἀσίαν π. dwell along the coasts of Asia, Isoc.4.162 : c. dat., live near, πόλει Th.1.71 ; ταῖς πυραμίσι OGI666.13 (i A. D.); dwell among, τισι Th.3.93 : abs., Id.6.82 ; of places, lie near, X.Vect.1.5.    II live in a place as πάροικος, οἱ παροικοῦντες ξένοι D.S.13.47, cf. SIG709.9 (Chersonesus, ii B. C.); ὡς ἐπὶ ξένης Ph.1.416 ; sojourn in, Ἱερουσαλήμ Ev.Luc.24.18.    III metaph., τὸν ἀνθ ρώπινον βίον παρῳκηκότες Phld. Mort.38.

German (Pape)

[Seite 525] daneben wohnen, τινί, Thuc. 3, 93; πόλει ὁμοίᾳ παροικοῦντες, 1, 71; auch mit dem acc., wie Isocr. 4, 162, ἀπὸ Κνίδου μέχρι Σινώπης Ἕλληνες Ἀσίαν παροικοῦσι, sie wohnen an der Küste Asiens entlang; als Fremder ohne Bürgerrecht in einer Stadt wohnen, οἱ παροικοῦντες ξένοι, D. Sic. 13, 47; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

παροικέω: μετ’ αἰτ., ἀπὸ Κνίδου μέχρι Σινώπης Ἕλληνες τὴν Ἀσίαν παροικοῦσι, κατοικοῦσι καθ’ ὅλην τὴν παραλίαν αὐτῆς, Ἰσοκρ. 74D· μετὰ δοτικ., κατοικῶ πλησίον, Θουκ. 1. 71· κατοικῶ μεταξύ, τισιν 3. 93· ἀπολ., ὁ αὐτ. 6. 82· -ἐπὶ τόπων, κεῖμαι πλησίον, Ξεν. Πόροι 1. 5· πρβλ. οἰκέω Β. ΙΙ. ΙΙ. κατοικῶ, διαμένω ἔν τινι τόπῳ ὡς πάροικος, παραμένω, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ’, 18, Φίλων 1. 416, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter auprès, d’où
1 habiter auprès de, être voisin de, τινι ; avec mouv. venir habiter près de, acc.;
2 vivre au milieu de ou parmi, τινι.
Étymologie: παρά, οἰκέω.

English (Strong)

from παρά and οἰκέω; to dwell near, i.e. reside as a foreigner: sojourn in, be a stranger.