κληρονομία

Revision as of 17:47, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

ἡ,

   A inheritance, Isoc.19.43, etc.; ἡ κ. κατὰ τὴν ἀγχιστείαν inheritance as heir-at-law, D.43.3; κ. μὴκατὰδόσιν, ἀλλὰκατὰ γένος Arist.Pol.1309a23: metaph., εἰλήφασι τὴν τοῦ ὀνόματος κ. αἱ σωματικαὶ ἡδοναί have taken possession of... Id.EN1153b33.    2 property, possession, ἀνέζευξεν ἕκαστος εἰς τὴν κ. αὐτοῦ LXX Ju.16.21(25), cf. 1 Ma.2.56, 6.24.

German (Pape)

[Seite 1451] ἡ, das Erben, die Erbschaft; ἡ κλ, κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Dem. 43, 3; τὰς κληρονομίας μὴ κατὰ δόσιν εἶναι, ἀλλὰ κατὰ γένος Arist. pol. 5, 8; Sp., bes. LXX; auch übertr., Antheil, εἰλήφασί γε τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν αἱ σωματικαὶ ἡδοναί Arist. Eth. 7, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κληρονομία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἰσοκρ. 393Α, κτλ.· κλ. κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Δημ. 1051. 11· κλ. μὴ κατὰ δόσιν, ἀλλὰ κατὰ γένος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 20· ― καθόλου, κλ. λαμβάνειν τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 7. 13, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
participation à un héritage, droit d’hérédité.
Étymologie: κληρονόμος.

English (Strong)

from κληρονόμος; heirship, i.e. (concretely) a patrimony or (genitive case) a possession: inheritance.