μαθητεύω

Revision as of 17:47, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

   A to be pupil, τινι to one, Plu.2.832c.    II trans., make a disciple of, instruct, πάντα τὰ ἔθνη Ev.Matt.28.19, cf. Act.Ap.14.21:—Pass., Ev.Matt.13.52.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητεύω: εἶμαι μαθητής, τινί, τινός, εἴς τινα, Πλούτ. 2. 832Β, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἐκκλ. II. μεταβ., κάμνω τινὰ μαθητήν, διδάσκω, πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη Εὐαγγ. κ. Ματθ. κη΄, 19· μαθητεύσαντες ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄ 21· - Παθ., μαθητευθεὶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 52.

French (Bailly abrégé)

être disciple de, τινι.
Étymologie: μαθητής.

English (Strong)

from μαθητής; intransitively, to become a pupil; transitively, to disciple, i.e. enrol as scholar: be disciple, instruct, teach.