κατακαυχάομαι

Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

   A boast against one, exult over him, τινος Ep.Rom. 11.18, Eust.ad D.P.Prooem.p.67 B.; κατά τινος Ep.Jac.3.14: metaph., -καυχᾶται ἔλεος κρίσεως ib.2.13; κ. ἔν τινι to glory in it, LXX Za.10.12.

German (Pape)

[Seite 1352] dep. med., sich gegen Einen brüsten, ihn geringschätzig behandeln, τινός, N. T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατακαυχάομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ.: - καυχῶμαι ἐναντίον τινός, ὑπερηφανεύομαι, τινος ἢ κατὰ τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 18, Ἐπιστ. Ἰακ. γ΄, 14· δὲν ἔχω φόβον περί τινος, τινος αὐτόθι β΄, 13· κατ. ἔν τινι, ὑπερηφανεύομαι ἔς τι, Ἑβδ. (Ζαχ. Κ΄, 12).

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
traiter avec hauteur.
Étymologie: κατά, καυχάομαι.

English (Strong)

from κατά and καυχάομαι; to exult against (i.e. over): boast (against), glory, rejoice against.