Περσίς

Revision as of 17:52, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

ίδος, pecul. fem. of Περσικός, Persian, A.Pers.59 (anap.), Th.1.138;

   A χώρη Hdt.3.97, al.    II as Subst.,    1 (sc. γῆ), Persis, Persia, Str.15.3.1, etc.    2 (sc. γυνή) Persian woman, X.Cyr.8.5.21, etc.    3 (sc. χλαῖνα) Persian cloak, Ar.V.1137.

Greek (Liddell-Scott)

Περσίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ Περσικός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 59, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) (ἐξυπακ. τοῦ γῆ), ἡ Περσία, νῦν Farsistan, Ἡρόδ. 3. 97, κτλ. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνή), γυνὴ ἐκ Περσίας, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 21, κτλ. 3) (δηλ. χλαῖνα), Περσικὸν ἐπανωφόριον, Ἀριστοφ. Σφ. 1137. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 358.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de Perse, persan, persique ; Περσὶς χώρη HDT ou simpl.Περσίς, la Perse (auj. Fars ou Farsistan) ; ἡ Περσίς (γυνή) femme de Perse, Persane.
Étymologie: Πέρσης².

English (Strong)

a Persian woman; Persis, a Christian female: Persis.