κατήφεια

Revision as of 18:03, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

English (LSJ)

Ion. and Ep. κατηφ-είη, ἡ, (κατηφής)

   A dejection (λύπη κάτω βλέπειν ποιοῦσα Plu.2.528e), δυσμενέσιν μὲν χάρμα κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Il.3.51; κ. καὶ ὄνειδος 16.498, 17.556; κ. τέ τις ἅμα καὶ κατάμεμψις σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Th.7.75; opp. χαρά, Ep.Jac.4.9; δυσθυμία καὶ κ. Plu.Them.9; τὴν βουλὴν ἄχος καὶ κ. ἔσχε Id.Cor.20, cf. D.H.3.19, Corn.ND28, Charito 6.8; κ. καὶ σύννοια Ph.2.204; κ. καὶ ὀϊζύς Rhian. 1.8.

German (Pape)

[Seite 1401] ἡ, ep. u. ion. κατηφείη, das Niederschlagen der Augen, die Beschämung, Demüthigung, Schaam; δυσμενέσιν μὲν χάρμα, κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Il. 3, 51; καὶ ὄνειδος 17, 556. 16, 498; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 205. Auch in späterer Prosa, καὶ δυσθυμία, Niedergeschlagenheit, Plut. Them. 9, καὶ ἄχος Coriol. 20, καὶ σιωπή Public. 6; Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατήφεια: Ἰων. καὶ Ἐπικ. -είη ἢ -ίη ῑ, ἡ, (κατηφής)·― λύπη, θλῖψις μετ’ αἰσχύνης, βαρυθυμία, τὸ καταιβάζειν τὰ ὄμματα, σκυθρωπότης, (λύπη κάτω βλέπειν ποιοῦσα Πλούτ. 2. 528Ε)· ὁ Ὅμηρ. ἀντιτίθησι τῇ χαρᾷ καὶ συνάπτει τῷ ὀνείδει, δυσμενέσιν μὲν χάρμα, κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Ἰλ. Γ. 51· κατ. καὶ ὄνειδος Π. 498, Ρ. 556· κ. τέ τις καὶ κατάμεμψις σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Θουκ. 7. 75· δυσθυμία καὶ κ. Πλουτ. Θεμιστ… 9· ἄχος καὶ κ. δεινὴ ὁ αὐτ. ἐν Κορ. 20· κ. καὶ σύννοια Φίλων 2. 204· κατηφίη καὶ ὀϊζὺς Ριανὸς παρὰ Στοβ. 54. 13·- ὁ Ἡσύχ.: «κατήφεια· αἰσχύνη. αἰδώς. στυγνότης. ὄνειδος. ἀνία».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 honte;
2 découragement;
3 tristesse.
Étymologie: κατηφής.

English (Strong)

from a compound of κατά and perhaps a derivative of the base of φαίνω (meaning downcast in look); demureness, i.e. (by implication) sadness: heaviness.

English (Thayer)

κατηφειας, ἡ (from κατηφής, of a downcast look; and this from κατά, and τά φαη the eyes; Etym. Magn. (496,53) κατήφεια. ἀπό τοῦ κάτω τά φαη βάλλειν τούς ὀνειδιζομενους ἤ λυπουμενους; because, as Plutarch, de dysopia (others, de vitioso pudore (528e.))
c. 1says, it is λύπη κάτω βλέπειν ποιοῦσα), properly, a downcast look expressive of sorrow; hence, shame, dejection, gloom (A. V. heaviness"): Homer, Iliad 3,51; 16,498 etc.; Thucydides 7,75; Josephus, Antiquities 13,16, 1; Plutarch, Cor. 20; (Pelop. 33,3, and often; Dionysius Halicarnassus, Char., etc.); often in Philo.)