συνοικέω
English (LSJ)
A dwell or live together, Hom.Epigr. 15.15, Pl.R.577a, etc.; ξ. τινί live with, A.Ch.909, Ar.Av.414 (lyr.), Th.6.63, etc.; ξ. τῇδ' ὁμοῦ S.Tr.545; σ. μετά τινων Plu.Rom.9; of peoples, live together, form a community, συνοικήσων τούτοισι Hdt.4.148: abs., S.OT57, Th.2.68. 2 live with in wedlock, of the man, Hdt.1.91, 196, E.Med.242, Ar.Pax708, Pl.Criti.113d, PEnteux. 91.2 (iii B.C.), etc.; of the woman, ἔοισα (fort. νέοισι) γεραιτέρα Sapph. 75, cf. Hdt.1.37, 108, E.Andr.18, etc.: abs., live in wedlock, Hdt.1.93, 4.168, 1 Ep.Pet.3.7, etc.; τούτων συνοικησάντων γίνεται Κλεισθένης from their marriage sprang Cleisthenes, Hdt.6.131. 3 metaph. of feelings, circumstances, etc., μυρίον ἄχθος ᾧ ξυνοικεῖ with which he dwells, S.Ph.1168 (lyr.); σ. φόβῳ E.Heracl.996; ἡδοναῖς, ἀμαθίᾳ, Pl.R.587c, Alc.1.118b; φόβοις Phld.Ir.p.56 W.; βαρυτάτη συνοικῆσαι (sc. ἄνομος μοναρχία) Pl.Plt.302e; also ἱππικοῖς ἐν ἤθεσιν πολὺς ξ. being much versed in their ways, E.Hipp.1220 codd. (sed leg. ἱππικοῖσιν ἤθεσιν). b reversely, with the thing as subject, γῆρας ἵνα πρόπαντα κακὰ κακῶν ξυνοικεῖ S.OC1238 (lyr.); ᾗ ἂν συνοικίᾳ μήτε πλοῦτος συνοικῇ μήτε πενία Pl.Lg.679b; ὅπου σ. ἐρημία Lyc.957; of the poisoned robe of Heracles, cling closely, S.Tr.1055. c Astrol., share the same domicile, ὅταν ἡ Παφίη Ἑρμῇ στείχουσα συνοικῇ Man. 5.165. II c. acc. loci, people or colonize jointly with, σ. Κυρηναίοισι Λιβύην Hdt.4.159; Τροιζηνίοις Ἀχαιοὶ συνῴκησαν Σύβαριν Arist. Pol.1303a29:—Pass., of a place, to be thickly peopled, X.Oec.4.8, Pl.Criti.117e, Str.6.2.4, Plu.Num.15, etc.