πορεία

Revision as of 18:11, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

English (LSJ)

ἡ, (πορεύω

   A mode of walking or running, gait, Democr.126, Pl.Smp.190b, Ti.45a; τὰ ὀργανικὰ μέρη τῆς π. Arist.de An.432b26; περὶ πορείας ζῴων, title of work by Aristotle.    II journey, A.Pr.823, al.; ἡ ἐκεῖσε π. Pl.Phd.107d; ἡ κατὰ τὰ ἄγκη π. Id.Cra.420e; αἱ κατὰ γῆν π. Isoc.1.19; ἡ εἰς Ἅιδου, εἰς Πέρσας π., Pl.Phd.115a, X.Cyr.8.5.1: metaph., π. ἕως εἰς ἄπειρον processus ad infinilum, Phld.Mort.19.    2 in military sense, march, Th.2.18; κατὰ θάλατταν τὴν π. ποιεῖσθαι X. An.5.6.11; π. ἀνύτειν Id.Cyr.8.6.18; ἰέναι ib.5.2.31 (nisi leg. εἶναι) ; ἐκ π. μάχεσθαι Plu.2.198b; order of march, Ascl.Tact.11 tit., Arr.Tact. 28.1, al.    3 generally, course taken by a person, etc., Antipho 3.2.4; ἡ[τοῦ κόσμου] π. Pl.Plt.274a; of the sun, Hymn.Is.32 (pl.), Eudox. Ars 2.15; χρόνου π. Procl.Inst.50.    4 travelling expenses, IG22.1.34, PRev.Laws 50.11 (iii B.C., pl.), PGrenf.1.43.8(ii B.C.).    5 visitation, inspection, οἰκοπέδων BGU83.1(ii/iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 682] ἡ, das Gehen, der Gang, Plat. Conv. 190 a Tim. 45 a, Plut. Pericl. 5; die Reise, Aesch. Prom. 735. 843, oft in Prosa, ἡ ἐκεῖσε πορεία Plat. Phaed. 107 d, ἐκ πολλῆς πορείας ἥκειν Rep. X, 614 e, ἡ κατὰ τὰ ἄγκη πορεία Crat. 420 e; ὑπὸ γῆς, Phaedr. 256 d; εἰς Ἅιδου, Phaed. 115 a; vom Heere, der Marsch, Xen. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πορεία: ἡ, (πορεύω) περιπάτημα, τρόπος τοῦ περιπατεῖν ἢ τρέχειν, βάδισμα, Λατ. incessus, Πλάτ. Συμπ. 190Β, Τίμ. 45Α· τὰ ὀργανικὰ μέρη τῆς π. Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 9, 6· ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν περὶ ζῴων πορείας. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, τὸ πορεύεσθαι, ταξίδιον, ὁδός, διάβασις, Αἰσχύλ. Πρ. 823· ἡ ἐκεῖσε π. Πλάτ. Φαίδων 107D· ἡ κατὰ τὰ ἄγκη π. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 420Ε· αἱ κατὰ γῆν π. Ἰσοκρ. 6Α· ἡ εἰς Ἅιδου, εἰς Πέρσας π. Πλάτ. Φαίδων 115Α, κτλ. 2) ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, στρατιωτικὴ πορεία, Θουκ. 2. 18· κατὰ θάλατταν π. ποιεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 5. 6, 11· π. ἀνύτειν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8, 6, 18· ἰέναι αὐτόθι 5. 2, 31· ἐκ π. μάχεσθαι, Λατ. ex itinere, Πλούτ. 2. 198Β. 3) διάβασις θαλασσίου πόρου, Αἰσχ. Πρ. 733, 823, 841. 4) καθόλου, ἡ πορεία, διεύθυνσις ἣν λαμβάνει ἄνθρωπός τις, βέλος τι, κτλ., Ἀντιφῶν 121. 28, Πλάτ. Πολιτικ. 274Α· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 32.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de marcher ; marche, trajet, voyage ; particul. marche d’une armée, expédition;
2 passage, particul. détroit.
Étymologie: πορεύω.

English (Strong)

from πορεύομαι; travel (by land); figuratively (plural) proceedings, i.e. career: journey(-ing), ways.

English (Thayer)

πορείας, ἡ (πορεύω), from Aeschylus down; the Sept. for הֲלִיכָה; a journey: ποιέω, I:3); Hebraistically (see ὁδός, 2a.), a going i. e. purpose, pursuit, undertaking: James 1:11.