ωρίμαση
Greek Monolingual
και εσφ. τ. ωρίμανση, η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ωριμάζω
2. (ειδικότερα) το σύνολο τών βιοχημικών και μορφολογικών μεταβολών τις οποίες υφίσταται ένα φυτικό όργανο ωσότου φτάσει σε ωριμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωριμάζω. Η λ. ὡρίμασις μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν Λεξικόν του Karl Weigel].