ωρίμαση

Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και εσφ. τ. ωρίμανση, η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ωριμάζω
2. (ειδικότερα) το σύνολο τών βιοχημικών και μορφολογικών μεταβολών τις οποίες υφίσταται ένα φυτικό όργανο ωσότου φτάσει σε ωριμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωριμάζω. Η λ. ὡρίμασις μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν Λεξικόν του Karl Weigel].