ψυχολογικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχολογία («ψυχολογική έρευνα»)
2. ψυχικός («ψυχολογική κατάσταση»)
3. φρ. α) «ψυχολογικές δοκιμασίες και μετρήσεις»
(ψυχολ.) η ψυχομετρία
β) «ψυχολογική βία» — βλ. βία
γ) «ψυχολογική σχολή»
(οικον.) οικονομική σχολή που βασίζει την ανάλυση της συμπεριφοράς του καταναλωτή στην χρησιμότητα που του αποφέρει η κατανάλωση ενός αγαθού, αλλ. αυστριακή σχολή ή σχολή της Βιέννης
δ) «ψυχολογικό μυθιστόρημα»
λογοτ. έργο μυθοπλασίας στο οποίο οι σκέψεις, τα συναισθήματα και τα κίνητρα τών χαρακτήρων έχουν, σε σχέση με την εξωτερική δράση, μεγαλύτερο ενδιαφέρον
ε) «ψυχολογικός πόλεμος»
στρ. βλ. πόλεμος.
επίρρ...
ψυχολογικώς και ψυχολογικά Ν
από ψυχολογική άποψη («τον επηρέασε ψυχολογικά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Αθ. Ρουσόπουλο].