χρυσοβόστρυχος

Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ον, in Alchemy,

   A goldentressed, Olymp.Alch.p.95B.

German (Pape)

[Seite 1380] mit goldenen Locken, Ath. III, 564.

Greek Monolingual

και χρυσεοβόστρυχος, -ον, Α
αυτός που έχει χρυσούς βοστρύχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + βόστρυχος (πρβλ. ἑλικο-βόστρυχος)].