αιματοκυλισμένος

Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο και αιματοκύλιστος και ματο- αιματοκυλίζω
1. κυλισμένος, βουτηγμένος στα αίματα, αιμόφυρτος
2. σκοτωμένος, δολοφονημένος
3. αυτός που βούτηξε τα χέρια του στο αίμα, που πήρε μέρος σε φόνο ή σε φονική συμπλοκή.