Search results
- 原文音譯:Kalo⋯ 卡睞 詞類次數:專有名詞(1) 原文字根:完美的-湖 字義溯源:佳澳,佳;革哩底島南岸一海口鎮,保羅坐船到羅馬去,曾路經該地。字義:美港,由(καλός)*=美好的)與(λιμήν)*=港)組成 出現次數:總共(1);徒(1) 譯字彙編: 1) 佳(1) 徒27:8461 bytes (87 words) - 13:55, 3 October 2019
- plural of καλός and λιμήν; Good Harbors, i.e. Fairhaven, a bay of Crete: fair havens. (οἱ) Beaux-Ports, port du sud de la Crète καλός, λιμήν244 bytes (27 words) - 19:00, 17 October 2022
- νεόθηρος: -ον, = νεοθήρευτος, χαίρετέ μοι φι(λ)όθεοι καὶ καλοὶ νεόθηροι Ἐπιγρ. Ἀπαμείας L. et W. 1703. νεόθηρος, -ον (Α) 1. νεοθήρευτος 2. αυτός που προσηλυτίστηκε692 bytes (37 words) - 10:30, 10 May 2023
- και εξίσου) 1. σε ίση ποσότητα 2. κατά ίσο βαθμό («και οι δύο είστε εξίσου καλοί»). [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση εξ ίσου].411 bytes (33 words) - 07:10, 29 September 2017
- καίω, πυρπολώ κάτι από κάτω αρχ. 1. μτφ. διεγείρω, εξάπτω κάπως («οἱ δὲ καλοὶ καὶ τοὺς ἄπωθεν θεωμένους ὑφάπτουσιν», ΚΔ) 2. μέσ. (συν. με τη λ. δειρήν)983 bytes (76 words) - 12:53, 29 September 2017
- 260, cf. 264; ὅθι τ' Ἠοῦς ἠριγενείης οἰκία καὶ χοροί εἰσι 12.4; Νυμφέων καλοὶ χ. ἠδὲ θόωκοι ib.318; at Sparta the ἀγορά was called χορός, Paus.3.11.9;45 KB (4,431 words) - 14:59, 25 November 2024
- πυρὶ Εὐρ. Τρῳ. 1274. 2) μεταφορ., ἀνεπαισθήτως καταφλέγω, ἐξάπτω, οἱ δὲ καλοὶ καὶ τοὺς ἄπωθεν θεωμένους ὑφάπτουσιν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 1. 16. ΙΙ. ἀνάπτω6 KB (512 words) - 14:47, 16 November 2024
- Étymologie: μισέω, πονηρός. μῑσοπόνηρος: ненавидящий порок, враг дурных людей (καλοὶ κἀγαθοὶ καὶ μισοπόνηροι Dem., Aeschin., Plut.). μῑσοπόνηρος: -ον, ὁ μισῶν3 KB (283 words) - 10:32, 25 August 2023
- [Seite 140] οἱ, κάλοι, Taue, zum Herunterziehen der Segel, Schol. Ap. Rh. 1, 566. μεσουρίαι: (ἐν κάλοι), οἱ, καλῴδια ἱστίων, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 566311 bytes (26 words) - 10:08, 5 August 2017
- lookup in third sources: (sc. κάλοι), οἱ, sail-ropes, halyards, Sch.A.R.1.566. μέσουροι, οἱ (Α) τα σχοινιά τών ιστίων, οι κάλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -ουρος(<745 bytes (36 words) - 11:50, 25 August 2023
- ο 1. φίλος από τα παλιά χρόνια 2. στον πληθ. οι παλιόφιλοι οι καλοί φίλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + φίλος].424 bytes (22 words) - 12:12, 29 September 2017
- τρώσει νιν οἶνος E.Cyc.422; so of love, ἐπεί μ' ἔρως ἔτρωσεν Id.Hipp.392; οἱ καλοὶ τ. X.Mem.1.3.13; of a person, τρώσασαν ἡμᾶς having injured us, E.Hipp.703;17 KB (1,516 words) - 14:24, 16 November 2024
- του αρέσει να περπατάει πολύ, στρατοκόπος («διαβάτες μου, διαβάτες μου, καλοί μου στρατολάτες», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί του ορθού στρατ-ελάτης <642 bytes (33 words) - 14:50, 11 May 2023
- (καλός and λιμήν), Fair Havens (German Schönhafen; Luth. Gutfurt), a bay of Crete, near the city Lasaea; so called because offering good anchorage; now260 bytes (31 words) - 18:12, 28 August 2017
- tüchtig, redlich u. zuverlässig, ein Ehrenmann, bieder u. brav, s. καλός. Die καλοὶ καὶ ἀγαθοί sind bes. in Athen die optimates, Männer von guter Herkunft, Erziehung4 KB (412 words) - 11:58, 4 September 2023
- εἷλον διώκων = gané al corredor Faulo e.d. le gané un juicio Ar.V.1206, καλοὶ οὓς ποιεῖς δρομέας τε καὶ παλαιστάς en estatua, X.Mem.3.10.6, δ. παράδοξος4 KB (482 words) - 13:04, 23 March 2024
- -ον náut. unido a la punta de la verga κάλοι brazas o drizas de la verga Phot.η 204.122 bytes (19 words) - 12:10, 21 August 2017
- «απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα» — λέγεται για ανθρώπους που φαίνονται καλοί, αλλά κατά βάθος είναι κακοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuculla «κάλυμμα κεφαλής»]2 KB (112 words) - 07:25, 29 September 2017
- Aufziehen der Segel, Galen. erkl. καρχήσιοι οἱ ἐπὶ τοῦ καρχησίου τεταμένοι κάλοι; danach eine Art Bandagen der Aerzte. καρχήσιος: ὁ, ἐν τῷ πληθ., «καρχήσιον1 KB (109 words) - 09:15, 25 August 2023
- sources: Ion. and Ep. θῶκος, Ep. also θόωκος, ὁ, A seat, chair, Νυμφέων καλοὶ χοροὶ ἠδὲ θόωκοι Od.12.318; θεῶν δ' ἐξίκετο θώκους Il.8.439; θῶκοι ἀμπαυστήριοι15 KB (1,482 words) - 07:33, 13 November 2024