Search results
- ἐγὼ ὑμᾶς ἀσπάζομαι καὶ φιλῶ Pl.Ap.29d: metaph., φιλεῖν καὶ ἀσπάζομαι τὸ ἄδικον Id.Lg.689a. 3 of things, follow eagerly, cleave to, ἀσπάζομαι τὸ ὅμοιον40 KB (4,278 words) - 11:57, 7 November 2024
- v.l.); ῥίζαν σ. τινός derive one's origin from... Lyc.623; σ. τὴν κλῆσιν ἀπό τινος S.E.M.1.46; ἔννοιαν θεοῦ ἐκ τῶν κατὰ τοὺς ὕπνους φαντασιῶν Epicur.Fr44 KB (4,452 words) - 07:41, 13 November 2024
- ίδ.· επίρρ. -ίως, χαρούμενα, μετά χαράς, στον ίδ., Ηρόδ. See also: ἀσπάζομαι ἀσπάζομαι I. welcome, gladly welcomed, Hom. II. well-pleased, glad, Hom.:— adv10 KB (921 words) - 09:45, 15 January 2024
- knutschen; Gothic: 𐌺𐌿𐌺𐌾𐌰𐌽; Greek: φιλάω, φιλώ, ασπάζομαι, δίνω φιλί; Ancient Greek: ἀσπάζομαι, κατασπάζομαι, καταφιλέω, κυνεῖν, κυνέω, κυνῶ, φιλεῖν15 KB (1,557 words) - 13:01, 25 October 2024
- Ancient Greek dictionary) (=πολύ εὐχαριστημένος, εὐτυχισμένος). Ἀπό τη ρίζα σϝαδ- τοῦ ἁνδάνω ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: ἥδομαι, ἡδύς, ἧδος, ἡδονή. Τό ἄσμενος εἶναι17 KB (1,615 words) - 14:57, 16 November 2024
- knutschen; Gothic: 𐌺𐌿𐌺𐌾𐌰𐌽; Greek: φιλάω, φιλώ, ασπάζομαι, δίνω φιλί; Ancient Greek: ἀσπάζομαι, κατασπάζομαι, καταφιλέω, κυνεῖν, κυνέω, κυνῶ, φιλεῖν10 KB (963 words) - 11:58, 21 April 2024
- 926; ἐξακούειν, Eum. 375, und öfter; στείχειν, Soph. Ai. 710; πρ. αὐτὴν ἀσπάζομαι, Eur. Hipp. 102; auch τῶν πραγμάτων πρόσωθεν ὄντων, Ion 586. πρόσωθεν:6 KB (478 words) - 07:34, 2 November 2024
- 你所愛的(1) 約11:3; 12) 愛惜(1) 約12:25; 13) 他們愛(1) 太6:5 -ῶ (=ἀγαπῶ). Ἀπό τό ἐπίθ. φίλος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φίλημα, φιλητέον, φιλητής, φιλητικός, φιλητός, ἀφίλητος58 KB (6,154 words) - 15:29, 16 November 2024
- a) c. ἀπό y gen. γράφουσι ... ἀπὸ τῶν δεξιῶν ἐπὶ τὰ ἀριστερά = escriben de derecha a izquierda Hdt.2.36, cf. Arist.Cael.284b28, Arr.Tact.40.3, ἀπὸ δεξιόφιν63 KB (6,358 words) - 14:57, 16 November 2024
- δεῖξαι Compounds: Often with prefix: ἀπο-, ἐν-, ἐπι-, κατα-, παραδείκνυμι etc. Derivatives: δεῖξις, often compounds ἀπό-, ἔν-, ἐπί-δειξις etc. (Ion.-Att.);65 KB (6,357 words) - 15:25, 16 November 2024
- (ΑΜ μεταπηδῶ, -άω) 1. αλλάζω θέση με άλμα, πηδώ από το ένα μέρος σε άλλο 2. μτφ. αλλάζω κατάσταση σαν να κάνω άλμα, μεταβάλλω απότομα τη γνώμη μου, απαρνούμαι810 bytes (55 words) - 07:27, 29 September 2017
- 敬拜的人(1) 啓11:1; 24) 你們敬拜(1) 約4:21 -ῶ (=λατρεύω, τιμῶ). Ἀπό τό πρός + κυνῶ (=φιλῶ), πού παράγεται ἀπό ρίζα κυ-. Παράγωγα: προσκύνημα, προσκύνησις, προσκυνήσιμος36 KB (3,975 words) - 06:51, 20 October 2024
- (hell. and late). (ἀπό-, ἔκ- etc.)δέξις reception (Hdt.) with δέξιμος acceptable (pap.). (ἐκ-, δια- etc.)δέκτωρ who undertakes (A.). (ἀπο-)δεκτήρ intaker108 KB (10,971 words) - 08:20, 19 November 2024
- ἀστήρ; to flash as lightning: lighten, shine. (later form στράπτω, see ἀσπάζομαι at the beginning (probably allied with ἀστήρ which see)); to lighten (Homer12 KB (1,162 words) - 11:58, 7 November 2024
- συμπτύσσομαι πλησίον τινός, παρθένῳ προσπτύσσεται Σοφ. Ἀντ. 1237. 2) μεταφορ., ἀσπάζομαι, φιλῶ, χαιρετίζω, ἐνθέρμως ὑποδέχομαι, τινα Ὀδ. Θ. 478· μετὰ διπλῆς αἰτ11 KB (983 words) - 07:41, 13 November 2024
- ὀλιγαρχίαν Thuc. (=κάνω καινοτομίες, χρησιμοποιῶ βίαια μέτρα, κάνω ἐπανάσταση). Ἀπό τό νεώτερος, συγκριτ. τοῦ νέος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. res novare13 KB (1,030 words) - 15:21, 16 November 2024
- -ῶ (=μεταχειρίζομαι μέ στοργή, ἐπιθυμῶ). Ἴσως ἀπό τό ἄγαν καί τή ρίζα πα (=λαμβάνω, φυλάττω). Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγάπη, ἀγάπημα, ἀγαπήνωρ (=ἀνδρεῖος)48 KB (5,918 words) - 15:31, 16 November 2024
- εξισλαμίζω 3. (για χώρα ή πόλη) κυριεύομαι από τους Τούρκους 4. μτφ. α) θυμώνω πολύ, γίνομαι έξαλλος από θυμό β) χάνομαι, εξαφανίζομαι («τούρκεψε το ποτήρι»)685 bytes (43 words) - 12:51, 29 September 2017
- μιμούμαι, ασπάζομαι τα δόγματα τών ρωμαιοκαθολικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός. Το ρ. μαρτυρείται στον τ. της μτχ. καθολικίζοντες από το 1872 στον Αναστάσιο414 bytes (23 words) - 07:20, 29 September 2017
- και -άω 1. ασπάζομαι νεκρό 2. φρ. «να τον νεκροφιλήσω» — βαρύς όρκος για πολύ αγαπημένα πρόσωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + φιλῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858481 bytes (29 words) - 12:02, 29 September 2017