Search results
- βλαστάνω ζωηρότατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. ΙΙ. μετὰ γεν., εἶμαι ἰσχυρότερός τινος, ἐπικρατῶ, ὑπερνικῶ, τοῦ πάθους Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 29, 4, πρβλ2 KB (188 words) - 07:42, 2 November 2024
- («τον ενίσχυσε χρηματικά») αρχ. 1. (αμτβ.) υπερισχύω, επικρατώ, γίνομαι ισχυρότερος («ἐν ταῖς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα καὶ τὰ ἤθη», Αριστοτ.) 2. (απολ.)899 bytes (58 words) - 08:50, 27 March 2021
- εὔπλοιαν β. Ph.2.46, cf. Act.Ap.27.17. 2 medical aid, cure, κίνδυνος ἰσχυρότερος πάσης β. Plu.Alex.19. II force of auxiliaries, ἡ παρὰ Διονυσίου β. X.HG719 KB (1,765 words) - 15:20, 16 November 2024
- άριστος χρησιμοποιείται ευρύτατα ήδη στον Όμηρο, με αρχική σημασία «ο ισχυρότερος, ο ευγενέστερος στην καταγωγή», ενώ αργότερα αποκτά την έννοια «ο καλύτερος»4 KB (206 words) - 21:55, 29 December 2020
- 136; οἱ ἰ. ἐν ταῖς πόλεσιν X.Ath. 1.14: Comp. ἰσχυρότερος, ἐς πειθώ Democr.51; ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν Ev.Matt.3.11. 3 forcible, violent32 KB (3,014 words) - 15:39, 16 November 2024
- ὡς καὶ παρὰ Πινδ.· Δωρ. κάρρων· ― συγκρ. τοῦ κρατὺς (ἴδε κράτιστος), ἰσχυρότερος, δυνατώτερος, μάλιστα ἐν μάχῃ, κρ. βασιλεύς, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι Ἰλ35 KB (3,193 words) - 15:11, 16 November 2024
- γ) «θα σού δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος» — θα σού αποδείξω πόσο ισχυρότερος είμαι από σένα δ) «το δείχνω» — αποδεικνύεται η ανδρεία, ικανότητα, ευφυΐα9 KB (618 words) - 07:43, 12 May 2024
- a; Sp. v. μή in fine. μήτοι: = μή τοι (см. μή). μήτοι: ἢ μή τοι, τύπος ἰσχυρότερος τοῦ μή, μετὰ προστ. καὶ ὑποτακτ., μή τοι δοκεῖτε Αἰσχύλ. Πρ. 436, πρβλ3 KB (272 words) - 06:47, 20 October 2024
- νεώτερον ἔλεγον, 884. 33, πρβλ. Ἀρχίλ. 24, καὶ ἴδε ὑπέρτατος ΙΙ). β) ἰσχυρότερος, κραταιότερος, ἐξ ὑπερτέρας χερὸς Σοφ. Ἠλ. 455. 3) μετὰ γεν., νικηφόρος18 KB (1,748 words) - 07:45, 10 April 2024
- ἐπιτείνεται = ἐπίτασις γίνεται, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 7, 13. δ) ἀμετάβ. αὐξάνομαι, ἰσχυρότερος γίνομαι, ἐπὶ πυρετοῦ, Ἱππ. 133Η· ἐπὶ κινήσεως, Ἀριστ. Φυσ. 6. 7, 3, κ20 KB (1,804 words) - 21:21, 1 November 2024
- ἐν τ. πατρί μου, Jo 14:20; μου τ. λόγους, Mt 7:24; ὀπίσω μου, Mt 3:11; ἰσχυρότερός μου, ib.; λέγει μοι, Re 5:5; also with the prep. πρός, as Mk 9:19, al83 KB (11,649 words) - 07:53, 13 November 2024
- (χρησιμοποιείται ως συγκριτικός του αγαθός πρβλ. άριστος) 1. ικανότερος, ισχυρότερος, ανώτερος ως προς τη σωματική δύναμη, την καταγωγή ή τον πλούτο 2. στη2 KB (132 words) - 15:50, 13 June 2022
- χαρακτήρα στο ομόλογο γονίδιο νεοελλ.-αρχ. (στον συγκριτ.) επικρατέστερος ισχυρότερος, υπέρτερος, συνηθέστερος («η επικρατέστερη άποψη, θεωρία, γνώμη» κ.λπ5 KB (393 words) - 08:08, 27 March 2024
- κάποιον («ἄσκησις γὰρ οὐ πλεονεκτεῖ φύσιν ποτέ», Νείλ) αρχ. 1. γίνομαι ισχυρότερος εις βάρος άλλου, ατόμου ή θεσμού («τὸ πλεονεκτεῖν τῶν τεθέντων νόμων»2 KB (144 words) - 09:45, 13 October 2022
- ἀντίθετ. τῷ πρίν, Ἡρόδ. 1. 32· ἴδε οὐδέποτε. 2) ἐνίοτε τίθεται ἁπλῶς ὡς ἰσχυρότερος τύπος τοῦ ἀρνητικοῦ, = οὐδόλως, οὐδαμῶς, ὅτε δύναται νὰ τίθηται μετ’ ἐνεστ10 KB (1,022 words) - 14:36, 16 November 2024
- («τον ενίσχυσε χρηματικά») αρχ. 1. (αμτβ.) υπερισχύω, επικρατώ, γίνομαι ισχυρότερος («ἐν ταῖς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα καὶ τὰ ἤθη», Αριστοτ.) 2. (απολ.)8 KB (783 words) - 07:45, 2 November 2024
- (τὴν θάλατταν Arst.); 2 бить струей (αἷμα ἀποπυτίζει Arph.). ἀποπῡτίζω: ἰσχυρότερος τύπος τοῦ πυτίζω, Ἱππ. 1217Η, Ἀριστ. Λυσ. 205, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 3, 56 KB (613 words) - 16:53, 30 October 2024
- κατευμεγεθῶ, -έω (AM) 1. είμαι ισχυρότερος, επικρατώ κατά το μέγεθος ή κατά τη δύναμη 2. καταδυναστεύω, νικώ αρχ. 1. καταπνίγω, καταπιέζω, καταστέλλω 2782 bytes (35 words) - 06:39, 29 September 2017
- = καλλίτερος (ἴδε ἐν τέλ.): Ι. ἐπὶ προσώπ., ἱκανώτερος, εὐρωστότερος, ἰσχυρότερος, γενναιότερος, συχν. παρ’ Ὁμήρ. κτλ.: οἱ ἀμείνονες, οἱ καλλίτεροι, ἀξιώτεροι27 KB (2,456 words) - 15:37, 16 November 2024
- νῦν δή (Α) (ισχυρότερος τ. του νῡν) 1. τώρα, αυτή τη στιγμή («καὶ νῦν δή τούτων ὁπότερον βούλει ποίει», Πλάτ.) 2. προ ολίγου 3. στο άμεσο μέλλον, τώρα490 bytes (40 words) - 09:05, 27 March 2021