Βορηιάς

Greek (Liddell-Scott)

Βορηιάς: Βορήιος, Βοριής, Ἰων. ἀντὶ τῶν Βορειάς, Βόρειος, Βορεία.

Middle Liddell

[from Βορέας
a Boread, daughter of Boreas, Soph.