Ε ε

English (Abbott-Smith)

Ἐ, Ε, ε, ἒ ψιλόν (ἐψῖλον), τό, indecl.,
epsilon, ĕ, the fifth letter. As a numeral, ε' = 5, ͵ε = 5000.

Spanish (DGE)

ε, τό
indecl.
I 1 en el sistema graf. épsilon la quinta letra del alfabeto griego, D.T.631.5, ἒ ψιλόν D.T.631.5 (var.), cf. ἐψιλόν
nota la e breve y larga, en el alfabeto jónico la breve
su nombre era εἶ q.u.
2 en el sistema fonológico, uno de los siete fonemas vocálicos τούτων (τῶν στοιχείων) φωνήεντα μέν ἐστιν ἑπτά· α ε η ι ο υ ω D.T.631.1
sobre su pronunciación como ῑ Hdn.Gr.2.390.
II como numeral
1 cinco (se distingue de la letra por diferentes signos diacríticos: εʹ, ε, ɛ̄) ἀπὸ ιη ἐτέων μέχρι ε καὶ λ = desde los dieciocho años hasta los treinta y cinco Hp.Coac.431, ὀλ(υρῶν) (ἀρτάβας) ε PHib.122.1 (III a.C.), χα(λκοῦ) τάλ(αντα) ε PTor.Choachiti 8A.45 (II a.C.), δη(νάρια) εʹ IEphesos 20B.30 (I d.C.), ῥαπφ(ανέλαιον) λ(ίτραι) κʹ ο(ὐ)γ(κίαι) εʹ Graff.Dip.HE 7 (I d.C.), τὸ E ... κυρίου σημεῖον ἀριθμοῦ προτετιμῆσθαι τῆς πεμπάδος = que la E es estimada como signo de un número importante, el cinco Plu.2.387e, γίνονται ɛ̄ Vett.Val.31.8, ὁλκ(ῆς) μ(νᾶς) ε = de cinco minas de peso, POxy.3765.9 (IV d.C.).
2 cinco mil (con otro signo diacrítico: ͵ε): τάπης Βρεταννικός (δηνάρια) ͵ε DP 19.28, cf. 63, 67 passim.
3 ordinal quinto ἐπὶ τὸν διάλογον τοῦ ε (ἔτους) PTeb.58.23 (II a.C.), Φιλοδήμου Περὶ ποιημάτων ɛ̄ Phld.Po.5.tít. (p.164), ἐκ εʹ ἄξονος Sch.Er.Il.21.282 (p.105), ἀναγραφόμενος ἐπὶ τοῦ ɛ̄ ἀμφόδου = inscrito en el distrito quinto, PMonac.71.18 (II d.C.), Ἑρμοῦ τὸ βʹ, τὸ εʹ ... σαπρόν = de Hermes, el segundo y el quinto, desfavorable de los lugares o casas de los planetas en el zodíaco, Vett.Val.36.9, ὅτι τῆς ɛ̄ ῥαψῳδίας ἐπιγραφὴ ἡ μὲν ἔμμετρος αὕτη· εἶ Eust.511.7.
4 adv. cinco veces δημαρχικῆς ἐξουσίας τὸ ɛ̄ = con potestad tribunicia por quinta vez, IM 174.8 (II d.C.), ὕπατος τὸ ɛ̄ IM 171.6 (II d.C.), στρατηγήσαντα εʹ IIasos 87.7 (imper.).
III como sonido mágico en abracadabras y fórmulas repetidas PMag.1.14, 18, εεεεεε PMag.2.96, αεηιουω PMag.13.905.

German (Pape)

[Seite 697] ε, ἒ ψιλόν, fünfter Buchstabe im griechischen Alphabet; als Zahlzeichen ε' = 5, der fünfte; ,ε = 5000. Als einzelner Buchstabe wurde es von den Aelteren εἶ genannt, vgl. Plat. Crat. 402 e 426 c, u. öfter; Ath. XI, 450 c 467 a. Erst nach Erfindung od. Benutzung des η in der gewöhnlichen Schrift heißt es ἒ ψιλόν. Dichter dehnen des Metrums wegen oft ε in ει, u. verkürzen umgekehrt ει in ε, vgl. ἔαρ = εἶαρ, Ἀλφειός = Ἀλφεός. – Als euphonischer Zusatz erscheint es in der alten Sprache, bes. bei Hom. in digammirten Wörtern, ἐείκοσι, ἔεδνα, ἐέλδωρ, wahrscheinlich zur Feststellung des Metrums von den Grammatikern aus Unkunde des Digamma vorgesetzt. Anders zu beurteilen sind ἐκεῖνος u. κεῖνος, ἑορτή = ὁρτή, ἐχθές = χθές.

French (Bailly abrégé)

ε, ἔ ψιλόν (τό) :
indécl.
epsilon :
5ᵉ lettre de l'alphabet grec;
comme chiffre : εʹ = 5 - ͵ε et postér. Ε = 5 000.

Greek (Liddell-Scott)

Ε ε: ε, ἔψιλόν, πέμπτον γράμμα τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου: ὡς ἀριθμητικὸν ε΄ = πέντε καὶ πέμπτος, ἀλλ’ ͵ε = 5000. Οἱ ἀρχαῖοι ἐκάλουν τὸ γράμμα τοῦτο εἶ, Πλάτ. Κρατ. 426C, 437Β, Dawes Misc. Crit. σ. 12 (ὡς ἐκάλουν καὶ τὸ ο, οὗ) ἵνα ὡς πάντα τὰ μονοσύλλαβα ὀνόματα τῶν γραμμάτων, μῦ, πῖ, ῥῶ, κτλ., ὦσι καὶ ταῦτα μακρά. Ὅτε ἐπὶ ἄρχοντος Εὐκλείδου (403 π.Χ.) οἱ Ἀθηναῖοι παρέλαβον ἐκ τοῦ Σαμιακοῦ ἀλφαβήτου τὸ μακρὸν ε (δηλ. Η, η) οἱ γραμματικοὶ ἔδωκαν εἰς τὸ βραχὺ ε τὸ ὄνομα ἔ ψιλόν, ὅ ἐστιν ε ἄνευ τοῦ δασέος, καθότι ἕως τότε τὸ γράμμα τοῦτο ἦτο ἓν ἐκ τῶν σημείων πρὸς παράστασιν τῆς δασείας. Ἰδιάζουσαι χρήσεις τοῦ ε, 1) ἐκ τῆς ἀνωτέρω παρατηρήσεως φαίνεται ὅτι ἐκ τῶν διπλῶν τύπων ἑανὸς εἱανός, ἕαρ εἶαρ, Ἀλφεὸς Ἀλφειός, μέζων μείζων, κρέσσων κρείσσων, οἱ διὰ τοῦ ει εἶναι οἱ ἀρχαιότεροι, πρβλ. Κούρτιον σ. 669 ἐν σημειώσει. 2) τὸ ε ἦτο ἐν χρήσει ὡς συλλαβικὴ αὔξησις τῶν ἱστορικῶν χρόνων, ὡς καὶ νῦν. 3) ἐν πολλοῖς ἀρχαίοις τύποις, ὡς ἐείκοσι, ἔεδνα, ἐέλδωρ, ἐέλδεται, ἐέλπεται, ἐέρση, ἔνθα φαίνεται ὡς προθετικό, πράγματι ἐμφαίνει τὴν ὕπαρξιν τοῦ F, ἴδε Κούρτ. σ. 565 κἑξ. - Ἐν τοιαύταις περιπτώσεσιν ἔχει πάντοτε ψιλὸν πνεῦμα καὶ ὅταν ἀκόμη ἡ ἄνευ τοῦ διπλοῦ ε λέξις δασύνηται, ὡς ἕδνα ἔεδνα, ἐξαιρέσει τοῦ ἕε ἀντὶ τοῦ ἕ. 4) ἐνίοτε παρεντίθεται μεταξὺ δύο συμφώνων, ὡς ἐν ταῖς λέξεσιν ἄφενος, τέμενος, Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξει ἄφενος 2. 5) ἐνίοτε προτίθεται ὡς εὐφωνικὸν, ὡς π.χ. ἐρωδιὸς ῥωδιός, ἐρωέω ῥώομαι. 6) ἐνίοτε φαίνεται κατέχον τὴν θέσιν τοῦ ἀπολεσθέντος γράμματος y (Γερμ. j) Κούρτ. σ. 592. 7) Ἰων. ἀντὶ τοῦ ᾰ, βέρεθρον, ἔρσην, τέσσερες ἀντὶ βάραθρον, ἄρσην, τέσσαρες καὶ ἐν τοῖς συνῃρ. ῥήμασιν εἰς -άω, ὡς ὁρέω, φοιτέω, ἀντὶ ὁράω, φοιτάω. ε ἀντὶ α εὕρηται καὶ ἐν τῷ θέματι κρατ τῶν ἑξῆς κυρίων ὀνομάτων ἐν δυσὶν ἐπιγραφαῖς Τεγέας, L. et F. 338, b, c: Αὐτοκρέτης, Εὐθυκρέτης, Σωκρέτης, Τιμοκρέτης, τὸ δὲ Ἀριστοκρέτης ἐν ἐπιγρ. Κυπρίᾳ ἐν Bezzenberg. Beitr. z. Kunde etc. VI. σ. 152. ὁμοία ἐναλλαγὴ καὶ ἐν τῷ θέματι ἀρετ ἐν ἐπιγρ. Δηλίᾳ, Ἀθην. τ. Δ΄, σ. 463: ἐρετὴς ἕνεκεν, ἐν Ἀττ. ἐπιγρ. ἔκδ. Κουμανούδη, ἀρ. 3037, σῆς δ’ ἐρετῆς μνήμην ἔλιπες, αὐτόθι 1648 Κληνερήτη Ἐρεσία· ἐν τῷ ἀγεθὸς (= ἀγαθὸς) Ἐπιγρ. Ἰδαλίου Κύπρου ἐν Κουρτ. Μελετ. κλπ. τ. 7. σ. 239.