Μίκυθος

Greek Monolingual

Μίκυθος, -ύθη, -ον (Α)
(υποκ. του μικκός, ως κύρ. όν.) πολύ μικρός, μικρούλης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μικ(κ)ός/μικ-ρός + επίθημα -υθος].