Πράμνιος

English (LSJ)

v. Πράμνειος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
s.e. οἶνος;
c. Πράμνειος.

Russian (Dvoretsky)

Πράμνιος: ὁ (sc. οἶνος) Arph. = Πράμνειος οἶνος.