Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Φαληριώτης
Greek Monolingual
ο, θηλ. Φαληριώτισσα, Ν ο κάτοικος του Φαλήρου ή αυτός που κατάγεται από το Φάληρο («...σουρωμένος θά 'ρθω πάλι... Φαληριώτισσα γλυκιά...», λαϊκ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<Φάληρο+ κατάλ. -ιώτης (πρβλ. Βολιώτης)].