έκταση
Greek Monolingual
η (AM ἔκτασις)
1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών»)
2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση επιχειρήσεων, ζημιών»)
νεοελλ.
1. αύξηση διαστάσεως κατά μήκος ή και πλάτος, επιμήκυνση, διεύρυνση
2. (για τον χρόνο) διάρκεια («έκταση χρόνου»)
3. διάσταση επιφάνειας, χώρος, περιοχή, εμβαδόν («έκταση της πόλης, της πεδιάδας, του οικοπέδου κ.λπ.»)
4. φυσ. η γενική ιδιότητα τών σωμάτων να καταλαμβάνει καθένα ορισμένο χώρο
5. μαθ. οι τρεις διαστάσεις τών σωμάτων, μήκος, πλάτος και ύψος
6. μουσ. το μεταξύ τών δύο άκρων φθόγγων διάστημα
7. ναυτ. η μεταφορά με βάρκα ενός σχοινιού σε απόσταση από το πλοίο για να προσδεθεί στην ξηρά
8. στρ. το βεληνεκές, η έκταση ή δραστικότητα της βολής
9. γραμμ. η μεταβολή βραχέος φωνήεντος σε μακρό
10. ιατρ. παθολογική διεύρυνση αιμοφόρου αγγείου ή κοίλου σπλάγχνου
11. φρ. «εν εκτάσει» — λεπτομερώς, με πολλά λόγια, διά μακρών
αρχ.
1. επέκταση, επαύξηση
2. σαφής, ακριβής εργασία
3. ώθηση, παρόρμηση
4. ανάπτυξη, παράταξη.