έλαφος

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ ἔλαφος)
η έλαφος
το ελάφι
νεοελλ.
ο έλαφος
αρσενικό ελάφι
αρχ.
1. (για άνθρ.) δειλός
2. δέρμα ελαφιού
3. είδος γλυκού
4. ομοίωμα ελαφιού ως μέτρο βάρους.