έρευθος

Greek Monolingual

ἐρευθος, τὸ (Α) ερεύθω
1. ερύθημα, ερυθρότητα, κοκκινάδαἔρευθος προσώπου», Ιπποκρ.)
2. το ερυθρό χρώμα, η βαφή.