έφυγρος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔφυγρος, -ον)
υγρός στην επιφάνεια, νοτισμένος («ἔφυγροι ὀμφαλοί», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + ὑγρός.