αγριάνθρωπος
Greek Monolingual
ο (Α ἀγριάνθρωπος) και αγριάθρωπος, ο (Ν)
άνθρωπος που ζει σε άγρια κατάσταση, μακριά από κατοικημένους τόπους, σε δάση και ερημιές, απολίτιστος
νεοελλ.
1. άνθρωπος που η ψυχή και οι τρόποι του ταιριάζουν σε άγριο, τραχύς, άξεστος, αιμοβόρος
2. δύστροπος, ακοινώνητος, μισάνθρωπος
3. άνθρωπος με άγρια όψη.